Quantcast
Channel: Pantimo
Viewing all 1631 articles
Browse latest View live

ΑΥΤΗ Η «ΟΛΓΑ» ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΔΥΝΑΤΗ!

$
0
0

Μιλώ για τη βραζιλιάνικη ταινία που παίζεται αυτές τις μέρες στην Αθήνα και δεν έχει τη διαφήμιση που έχουν άλλες. Όμως, μια επίσκεψη θα άξιζε τον κόπο.

 

Εχουμε δει πολλές ταινίες για το Ολοκαύτωμα και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως από την Ευρώπη αλλά κι από την Αμερική. Από τη ΒΡΑΖΙΛΙΑ δεν είχαμε κάτι που να μας βάλει έτσι κάπως στο κλίμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, να δούμε κι εκείνοι πως το βλέπουν.

Διότι η Ιστορία της Βραζιλίας όπως και της Αργεντινής και κάποιων άλλων χωρών της Λατινικής Αμερικής συνδέεται μόνο έμμεσα και καθόλου κολακευτικά ενίοτε με τη μεγάλη αυτή σφαγή της Ανθρωπότητας.

Αυτή η ταινία μας δίνει μια εικόνα περίπου του τι γινόταν στη Βραζιλία από τις επίσημες αρχές και τα συμπεράσματα δικά μας, ειδικά με αυτό το …. Μεγάλο ηγέτη, τον ΒΑΡΓΚΑΣ, που άφησε κομμουνιστές κι Εβραίους Βραζιλιάνους που βρίσκονταν στην Ευρώπη και δη στη Γερμανία, να πυρποληθούν κανονικά κι ο ίδιος αυτοκτόνησε το 1956, αν και οι τίτλοι φινάλε δεν μας λένε και το «γιατί»- ωστόσο δεν είναι η ιστορία του.

Πάντως,να ξεκαθαρίσω ότι παίρνουμε μια εικόνα αλλά η βάση το έργου είναι τα γεγονότα στην Ευρώπη κι από αυτή την άποψη θυμίζει κι άλλα δράματα ευρωπαικά που έχουμε δει γύρω από το Ολοκαύτωμα.

Μόνο που εδώ δεν πρωταγωνιστούν οι Εβραίοι αλλά οι κομμουνιστές.

Είναι η ιστορία της γεννημένης στο Μόναχο Ολγας, της Ολγκα Μπενάριο, όπως ήταν το όνομα της η οποία συνεργάστηκε, ερωτεύτηκε κι απέκτησε και παιδί με τον κομμουνιστή ηγέτη του βραζιλιάνικου κινήματος  Λούις Κάρλος Πρέστες.

Κι η Ολγα κατέληξε μάρτυρας του κινήματος, θύμα των Ναζί, την εξέδωσαν οι βραζιλιάνικες αρχές του Δικτάτορα Βάργκας στη Γερμανία, κάνοντας την δώρο  στον Χίτλερ, κι εκεί βασανίστηκε στα στρατόπεδα, της απέσπασαν και το παιδί που έφερε στον κόσμο (ευτυχώς το έσωσαν η πεθερά της κι η κουνιάδα της και το μεγάλωσαν αυτές και μάλλον σωστά διότι το κορίτσι εξελίχθηκε σε πανεπιστημιακή καθηγήτρια), η Ολγα όμως δεν το χάρηκε, ίσως δεν έμαθε καν ότι το είχαν σώσει οι συγγενείς του άντρα της.

Δεν μας ξεκαθαρίζει η ταινία αν η Ολγα ήταν κι Εβραία κι εδώ είναι κενό του σεναρίου. Υπάρχει μια σκηνή στο υπερωκεάνιο όταν από τη Μόσχα ταξιδεύουν για το Ρίο με τον άνδρα της (πριν ακόμα τα φτιάξουν) σε κομματική, μυστική αποστολή και στη διάρκεια του δείπνου ενός Γερμανός συνδαιτυμόνας και ναζιστής ολοφάνερα, ρωτά περί εβραικής καταγωγής και απάντηση δεν παίρνει. Δεν παίρνουμε όμως κι εμείς και θα έπρεπε. Για να έχουμε πιο ολοκληρωμένη εικόνα, όχι για κάτι άλλο.

Από κει και πέρα, όμως, η ταινία είναι άψογη, κατακτά τον θεατή, δεν είναι πρωτότυπη ως εκτέλεση αλλά αποτελεσματική και γεμάτη δύναμη, καλή παραγωγή και γενικώς καλός κινηματογράφος και ωφέλιμος επειδή μας γνωρίζει πρόσωπα της δράσης που δεν γνωρίζαμε. Για να διαπιστώσουμε για πολλοστή φορά ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι τεράστια ανοιχτή πληγή, που δυσκολεύεται να κλείσει, και πώς να κλείσει, όταν μπορεί κι εξακολουθεί να τροφοδοτεί τον κινηματογράφο (κι όχι μόνο!) με ανθρώπινες ιστορίες πόνου κι αυταπάρνησης.

Αφηγηματικά είναι εξαιρετική ταινία στο σύνολο της , αν και στις λεπτομέρειες συναντάμε που και που κενά, πάντως σκηνοθετικά ο ΧΑΙΜΕ ΜΟΝΧΑΡΔΙΜ ξέρει να κρατά και τη δράση και το ενδιαφέρον, ξέρει να αφηγείται, ξέρει κι από παραγωγή κι όλα αυτά είναι φανερά. Υπάρχει έντονη δραματικότητα,και με δραματικότητα συμπληρώνει την εικόνα κι η μουσική. Διότι η δραματικότητα της μουσικής ταιριάζει στην εικόνα και στην ποθούμενη ένταση- σε άλλες περιπτώσεις αυτό ίσως να φαινόταν υπερβολικό, πως δηλαδή πάει να δώσει δραματικότητα μέσω της μουσικής. Όχι, εδώ η δραματικότητα είναι εντονότατη και την ήθελε και τη μουσική της, την κάνει «πιό» κινηματογράφο, αν την άφηνε χωρίς τη μουσική, θα ήταν πιο «πλακωτική». Κι ο σκηνοθέτης, ίσως επειδή έχει χρηματίσει και παραγωγός, αυτό δείχνει να το γνωρίζει.

Εξαίρετο κι από ατμόσφαιρα εποχής, υποβλητικό από φωτογραφία, κοστούμια θαυμάσια  κι ένας σχολιασμός ταξικού τύπου γι αυτά από το ίδιο το σενάριο, πάλι σε μια σκηνή του υπερωκεάνιου, κι ερμηνείες περιωπής από το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, την ΚΑΜΙΛΑ ΜΟΡΓΚΑΔΟ και τον ΚΑΚΟ ΣΙΟΚΛΕΡ(που παίζει τον Πρέστες).

Τη μάνα του Πρέστες την κάνει η ΦΕΡΝΑΝΤΑ ΜΟΝΤΕΝΕΓΚΡΟ, η εκπληκτική Βραζιλιάνα ρολίστα που ήταν υποψήφια για Οσκαρ στον «Κεντρικό σταθμό» το 1999 και ζεσταίνει για μια ακόμα φορά με την ερμηνεία της και με την εσωτερική της συγκίνηση.

Από τα έργα της εβδομάδας, αυτή την «Ολγα» την ευχαριστήθηκα περισσότερο. Διότι και με άγγιξε και μου ήταν πιο κινηματογράφος και με «καθάρισε» με τη δραματική της κορύφωση και δεν με άφησε ούτε με το πένθος χωρίς σεναριακές εξηγήσεις ούτε με το να γίνεται λόγος για το ότι η γιάπισσα κόρη είναι απομακρυσμένη από τν «σαλτιμπάγκο» μπαμπά της. Ηταν βέβαια πιό παλιομοδίτικη.  Ηταν όμως; Η είναι σαν το ταγιέρ που δεν βρίσκεται ποτέ εκτός μόδας;

 

 


«18 ΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΥΒΑ»: 4- ΠΑΙΔΕΙΑ, ΔΙΟΔΙΑ, ΤΑ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΤΤΑ

$
0
0

Είχα κάνει εκτενή αναφορά στο κεφάλαιο 3 από το ταξίδι της Κούβας για το πώς έχει εκεί η Υγεία και για όλο το πλαίσιο που σχηματίστηκε μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και τους έφερε στο σημείο «αμήν». Στο τωρινό δημοσίευμα θα αναφερθώ και σε άλλα ώστε αυτό το πλαίσιο να γίνει περισσότερο κατανοητό, πριν βγούμε στις νυχτερινές βόλτες αλλά και στις… ημερήσιες. Ωστε να πάρουμε γεύση τόσο από τη νύχτα όσο κι από τη μέρα.

 

Δεν ξέρω αν αυτά τα συνθήματα που είναι γραμμένα σε τοίχους, πινακίδες, πανό και μαρκίζες, κατά μήκος και κατά πλάτος όλης της χώρας, υπήρχαν κι από παλιά- προφανώς και θα υπήρχαν.

Ωστόσο, πρέπει να απόκτησαν ξεχωριστή σημασία στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, που για τους Κουβανούς είναι μια πληγή, ένα στίγμα, μια αγωνία που δεν ξέρουμε κι αν θα σβήσει και ποτέ, όπως δεν έσβησε κι εδώ η πείνα της Κατοχής και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά.

Αναφέρομαι και πάλι στην περίοδο 1991-1996, όπου δοκιμάστηκαν τα πάντα.

Όμως αυτά τα συνθήματα που είναι γραμμένα σε όλη τη χώρα και υμνούν το πνεύμα και τις αρχές της Επανάστασης, μου έκαναν ξεχωριστή εντύπωση.

Δεν ήταν συνθήματα προπαγάνδας της Εξουσίας, δεν ήταν κηρύγματα μίσους εναντίον κάποιου συγκεκριμένου ή αόρατου εχθρού, ήταν συνθήματα αρχών.
Ένα που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση και που το συνάντησα πολλές φορές και σε διαφορετικά σημεία ήταν αυτό της ΠΑΙΔΕΙΑΣ.

Σύνθημα που παραλλασσόταν  από φορά σε φορά κι αφορούσε στη Μόρφωση, απευθυνόμενο στους γονείς. Έκκληση να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, να μορφώνουν τα παιδιά τους, υπενθυμίσεις για τα αγαθά της μόρφωσης, για το ότι η Παιδεία είναι ανάγκη, για την αξία του Πανεπιστήμιου.

Κι όπως στο θέμα της Υγείας που αναφέρθηκα διεξοδικά στο κεφάλαιο 3, είπα ότι σε κάθε μέρος που πήγαινα συναντούσα κι ένα «Polyclinico» να με υποδέχεται στην είσοδο της πόλης ή της κωμόπολης ή του χωριού, το ίδιο συνέβη και με την Παιδεία.

Σχολεία παντού, σε περιποιημένα κτίρια, τα παιδιά με τις στολές τους, καφέ για το δημοτικό σχολείο, γαλάζιο για το Γυμνάσιο-Λύκειο, ίδια για όλα τα μέρη.

Κι όπως έμαθα, είναι κι αυτά δωρεάν, τα αναλαμβάνει όλα το Κράτος. Και μάλιστα τα παιδιά τα έχουν σε ολοήμερη απασχόληση μέσα στο διδακτήριο, όπου προσφέρεται και φαγητό, σίτιση κανονική. Οι γονείς δεν πληρώνουν τίποτα. Ούτε για το σχολείο ούτε για το Πανεπιστήμιο. Όπως παρέχεται δωρεάν η Υγεία, έτσι παρέχεται δωρεάν κι η Παιδεία.

Ο οδηγός που με πήγε στο  Κοχιμάρ, το ψαροχώρι του Χεμινγουέι, σπουδάζει τρία παιδιά. Ο γιός φοιτά στο Πανεπιστήμιο, στην Ιατρική, πάει για Καρδιοχειρουργός, η κόρη σπουδάζει στην Κρατική Σχολή Χορού όπου κι εκεί όλα είναι δωρεάν και στον κλασικό Χορό δίνεται ιδιαίτερη σημασία- αν δει κανείς το Εθνικό Θέατρο Μπαλέτου στην Αβάνα, που έχει πάρει το όνομα «ΑΛΙΣΙΑ ΑΛΟΝΣΟ», προς τιμήν της μεγάλης Κουβανής καλλιτέχνιδος της Τέχνης της Τερψιχόρης, που τη βλέπαμε να έρχεται και στο Ηρώδειο, θα αισθανθεί δέος. Κι αν είναι Ελληνας θα αισθανθεί και άσχημα βλέποντας ένα τέτοιο θέατρο αποικιακής αρχιτεκτονικής να δεσπόζει καταμεσής της παλιάς πόλης στην Αβάνα, αφιερωμένο στο Χορό, κάτι θα αισθανθεί… ΚΙ εκεί, όλα είναι δωρεάν.

Όπως δωρεάν διασχίζεις κι όλη τη χώρα, με εξαιρετικό οδικό δίκτυο, όσον αφορά στους μεγάλους αυτοκινητοδρόμους, τις autopistas, και σε όλη τη χώρα υπάρχουν όλα κι όλα μόνο δύο διόδια. ΜΟΝΟ ΔΥΟ. Τα οποία βρίσκονται στις δύο τουριστικές περιοχές του νησιού, ουσιαστικά δηλαδή τα παίρνουν από τους ξένους. 4 ευρώ ας πούμε κοστίζουν τα διόδια. Το ένα βρίσκεται στο ΒΑΡΑΔΕΡΟ, 130 χιλιόμετρα από την Αβάνα, σχεδόν αντικριστά στο Μαιάμι και λοξοκοιτά  και τις Μπαχάμες, το άλλο στη ΣΑΝΤΑ ΜΑΡΙΑ , βόρεια της Σάντα Κλάρα. Αλλα διόδια δεν έχει.

Βέβαια, στην επαρχία, η οποία έχει έντονο το χρώμα της Καραιβικής κι αυτών των αισθήσεων που βλέπουμε στο σινεμά σε ταινίες που διαδραματίζονται σε τέτοια μέρη, ναι, θα δείτε και τη σούστα να εκτελεί χρέη συγκοινωνίας. Ω, ναι. Περνά το γαιδουράκι με τη σούστα κι εκτελεί χρέη…. Ταξί! Και με τον ήλιο να καίει ντάλα- δεν είναι ό,τι πιό άνετο για τον υπομονετικό κόσμο που περιμένει…. Και που δεν έχει άλλη επιλογή.

Όπως μου έλεγε λοιπόν κι ο οδηγός όταν με πήγαινε στο Κοχιμάρ, σπουδάζει τρία παιδιά δωρεάν (το τρίτο πηγαίνει στην τελευταία τάξη του Δημοτικού) είναι όλα αυτά δωρεάν αλλά η σύζυγος που είναι γιατρός αμείβεται με 70 ευρώ το μήνα. Σοκ! Κι ο ίδιος έχει κατά νου να την κάνει προς Μαιάμι μέσω Μεξικού που έχει εκεί τον αδελφό του ο οποίος την είχε κοπανήσει στα χρόνια της πείνας.

Διότι η Σεβρολέτ του 1948 με την οποία με πήγε στο Κοχιμάρ, θέλει φτιάξιμο. Κάποια στιγμή, έπιασε απότομα μια τροπική βροχή, στη διάρκεια της διαδρομής μας, κι έπρεπε να σκεπαστεί το «κάμπριο». Εβαλε μπρος την εφαρμογή, σκεπαστήκαμε μεν, αλλά το σκέπασμα ήταν διάτρητο, σαν να το είχαν γαζώσει σφαίρες. Σε κάποια σημεία, του έλειπαν κομμάτια ολόκληρα. Ζήτησε συγγνώμη «αλλά κοστίζει 300 πέσος» εξήγησε κι ακόμα δεν τα έχω μαζέψει. Οι εταιρείες τόσο των Ταξί όσο και των «κάμπριο» είναι ιδιωτικές, αλλά τελούν υπο κρατικό έλεγχο, ο οδηγός το νοικιάζει κατά κάποιο τρόπο μα εποπτεύεται από το Κράτος  κι οι φθορές είναι έξοδα δικά του. «Κι από πού τα φέρνετε τα ανταλλακτικά αυτών των αυτοκινήτων που είναι παλιάς εποχής; Που τα βρίσκετε;». Η απάντηση ήταν «Από την Αμερική». «Δεν γίνονται όμως οι συναλλαγές και πολύ επίσημα» μου είπε με σημασία, «δεν γίνονται όμως και παράνομα» μου εξήγησε όσο κι αν δεν κατάλαβα ακριβώς τον συσχετισμό… Διότι «από την Αμερική» και με καθεστώς εμπάργκο… μάλλον μέσω κάποιου…  τρίτου αεροδιάδρμου θα φτάνουν τα ανταλλακτικά στην Κούβα. Ο Θεός βέβαια να τα κάνει ανταλλακτικά. Το καταλαβαίνεις όταν ακούς τα μαρσαρίσματα αυτών των «καμπριολέ»

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη στέγη. Κι αυτή παρέχεται δωρεάν αλλά υπάρχει και ταξική διαβάθμιση. Υπάρχουν τα «σολάρ», όπως λέγονται οι εξαθλιωμένες , λαικές πολυκατοικίες, που εκεί δεν πλησιάζεις σε κάποιες από αυτές λόγω εξαθλίωσης, και είναι διαφορετικά τα σπίτια για κάποια άλλα επαγγέλματα. Όμως και για αυτά τα επαγγέλματα οι μισθοί είναι αυτοί που ανέφερα. 70 ευρώ το μήνα ο γιατρός, 80 ο διευθυντής..

Το θέμα της στέγης ήταν από τα πρώτα που αντιμετώπισε η Επανάσταση, στις πρώτες κιόλας μέρες του 1959- αυτά τα διάβασα διεξοδικά στο Μουσείο της Επανάστασης, στην Αβάνα. Υποτίθεται πως έχει λυθεί δι’ αυτού του τρόπου.

Επίσης, τα τρόφιμα είναι με δελτίο. Και το ρούμι. Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει πείνα. Και πράγματι πείνα δεν υπάρχει. Εχει αντιμετωπιστεί με το δελτίο. Κι έτσι κρατήθηκε η χώρα όρθια στην περίοδο της πείνας του 1991-96.Δηλαδή με την Υγεία, την Παιδεία δωρεάν, με τα δελτία στα τρόφιμα, ο κόσμος τη βγάζει. Δεν πεινάει και το νιώθεις. Του είναι εξασφαλισμένα τα απαραίτητα. Του λείπουν, όμως, σε κάποιες περιπτώσεις έως κι απελπιστικά, τα περιττά. Αυτό που θες να το ρίξεις λιγο έξω και να έχεις και τη δυνατότητα να το ρίξεις έξω. Το ωραίο ρουχαλάκι, το καλλυντικό , αυτά που θα τα βρεις σε τιμές οι οποίες για τους μισθούς που δίνονται δεν είναι επιτρεπτές για όλους.

Όπως επίσης, μια μέρα που περπατούσα σε ένα στενοσόκακο της Αβάνας που θύμιζε τη «συνοικία το όνειρο» του Αλεξανδράκη, έπεσα πάνω σε άφιξη κρέατος. Ηταν η μέρα που θα γινόταν παραλαβή στο κρέας με βάση το δελτίο τροφίμων. Ε, η κατάσταση ήταν όπως αυτό που δείχνε ιη ταινία η ελληνική του 1961 (συμπτωματικά τη χρονιά του αμερικανικού εμπάργκο στην Κούβα). Δεν θα έλεγα ότι αισθάνθηκα όμορφα στη συγκεκριμένη εικόνα. Ηταν μια από τις έντονες στιγμές συνειδητοποίησης των ελλείψεων. Από την άλλη, μου εξήγησαν, και μου έκανε εντύπωση ότι η εξήγηση δεν ειπώθηκε ως μιζέρια, πως τα απαραίτητα έρχονται εναλλάξ πολλές φορές, ο κόσμος είναι ενημερωμένος και πηγαίνει. Το κρεοπωλείο όπως και κάτι τρύπες που τις λένε «καφετέριες» κι εννοούν ότι από το παραθυράκι σου δίνουν στον πλαστικό ένα καφέ, δεν προσμετράται.

Βέβαια, από ό,τι κατάλαβα, έχουν αξιολογήσει διαφορετικά τα περιττά τους.

Δεν κοιτούν σαν λιμασμένοι το I-phone, διότι και τι να το κάνουν; Το Ιντερνέτ είναι επίσης μια άγνωστη ιστορία. Αυτοί ζουν κανονικά χωρίς αυτό. Εμείς που το ξέρουμε κι έχουμε εξαρτηθεί, έχουμε πρόβλημα. Προσωπικά, ακολούθησα πλήρως τους ρυθμούς και το άφησα κι εγώ στην άκρη. Όμως δεν μπορώ να πω ότι ήμουν κι αντιπροσωπευτική περίπτωση διότι είχα την πολυτέλεια του χρόνου και της περιπλάνησης που γινόταν αναψυχή. Αν είχα να στέλνω συνεργασία και ρεπορτάζ σε εφημερίδα, θα είχα πρόβλημα. Βέβαια στα μεγάλα ξενοδοχεία, υπάρχει μέριμνα αλλά για να περάσεις  στον υπολογιστή σου την ειδική κάρτα που αγοράζεις , χρειάζεται κι εκ νέου ρυθμίσεις κι ο….Θεός βοηθός.

Το πώς έχουν βρει τον τρόπο να αντιμετωπίζουν τα περιττά τους το συνειδητοποίησα όταν πήγα στη Μαλεκόν, στην παραλιακή λεωφόρο των 8 χιλιομέτρων , για την οποία θα κάνω ειδικό αφιέρωμα. Ειδικά, όταν την είδα νύχτα. Εκεί κατάλαβα πολλά περισσότερα. Διότι κάποιες ανάγκες για τα «περιττά» πηγάζουν κι από το DNA. Κι η Κούβα βρίσκεται στην Καραιβική.  Είναι Καραιβική. Αυτό μην το ξεχνάμε.

Το ταξίδι συνεχίζεται και στο επόμενο δημοσίευμα θα βγούμε στα νυχτέρια

 

 

AFERIM. TO ΠΕΡΣΙΝΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

$
0
0

Επίσημη υποβολή της ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ για τα ΟΣΚΑΡ τα περσινά, στα ΕΥΡΩΠΑΙΚΑ (του 2015) πήρε υποψηφιότητα στην κατηγορία του ΣΕΝΑΡΙΟΥ.

 

 Κι ήταν αυτό που περίμενα να του συμβεί αν οι κινηματογραφιστές Ευρωπαίου θα έσκυβαν λίγο παραπάνω στην ταινία. Ασπρόμαυρη ταινία «δρόμου» αλλά τι δρόμου! Στο 19ο αιώνα, ανάμεσα σε βουνά και λαγκάδια, ένας πατέρας αστυνομικός της εποχής (φουστανέλες κλπ) μαζί με το γιό του  περιπλανιούνται για να συλλάβουν ένα τσιγγάνο που δραπέτευσε από τη φυλακή. Πολύ παράξενη ταινία, πολύ αργή για τα γούστα μου, αλλά όσο κι αν δεν της φαίνεται, το σενάριο είναι το κύριο ατού της, ένα σενάριο όχι πυκνογραμμένο ως υπόθεση αλλά κάτι σαν μελέτη στο είδος γουέστερν αλα ρουμάνικα. Ένα σενάριο περιπλάνησης και εικόνων κυρίως δάσους που θα μπορούσε να εκτιμηθεί ως intellectualwesternmadeinBalkan. Σκηνοθεσία: ΡΑΝΤΟΥ ΓΙΟΥΝΤΕ.

 

ΥΓ. Δεν έχω να προσθέσω κάτι επί της ουσίας. Απλώς, το υπενθυμίζω

«INVISIBLE»: ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΔΟΚΙΜΗ ΜΕ «ΝΑΙ»

$
0
0

Άλλη μια ελληνική ταινία που έχει ταλαιπωρηθεί μέχρι να τα καταφέρει να βγει στις αίθουσες. Και σίγουρα, θα έχει να αντιμετωπίσει και την προκατάληψη πως «ε, αφού δεν βρήκε μεγάλο γραφείο διανομής…» . Λες κι εκείνες που βρήκαν το μεγάλο γραφείο έγιναν δεκτές μετ’ επαίνων.

 

Ακόμα διαβάζουμε ειρωνείες για τις ταινίες της Τσαγκάρη, του Παπακαλιάτη, του Μανουσάκη, οι οποίες είχαν βγει από μεγάλα γραφεία.

Συνεπώς η προκατάληψη κι η εχθρότητα έχουν τους τρόπους να κόβουν την κάθε περίπτωση στα δικά τους μέτρα.

Εγώ αυτό που είδα είναι η σκηνοθετική ωρίμανση του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΘΑΝΙΤΗ, ο οποίος αποφάσισε να δοκιμαστεί στον αφηγηματικό κινηματογράφο , που είναι κι εξαιρετικά δύσκολος διότι απαιτεί σύνολο στοιχείων και ικανοτήτων. Κι η ωρίμανση αυτή συνοδεύεται από αλλαγή πλεύσης, που μπορεί και να μην είναι ακριβώς «αλλαγή» αλλά ένα επόμενο βήμα. Το ότι ο σκηνοθέτης από τις ταινίες επιρροής νεανικού Βέντερς, περνά στον κινηματογράφο των αδελφών Νταρντέν.

Επί της ουσίας μπορεί και να μην ισχύει ο συσχετισμός και να πρόκειται για προσπάθειες αιτιολόγησης της κριτικής ενός κριτικού. Μπορεί δηλαδή οι επιρροές, κι αυτό συμβαίνει συχνά, να είναι ασυνείδητες, να είναι η ίδια η αφετηρία στη μία περίπτωση κι η μετεξέλιξη της στον δρόμο για την ωρίμανση, η άλλη περίπτωση.

Με το να επιμείνουμε σε αυτά, δεν θα βγάλουμε άκρη και τον θεατή το λιγότερο που τον νοιάζει είναι αυτό. Περισσότερο θα ήθελε να ξέρει τι είναι η ταινία καθ’ αυτή και να μπορέσει ο κριτικός, αφού αναλαμβάνει επισήμως αυτή τη δουλειά, να του «σκιτσάρει» το προφίλ της.

Η ταινία λοιπόν είναι ένα δράμα, με αρχή-μέση-τέλος και με αυτή τη σειρά κι όχι με βάση τις γκονταρικές πλακίτσες.

Είναι ένα δράμα που στα σίγουρα, περισσότερο κι από τους αδελφούς Νταρντέν, εμπνέεται κι επηρεάζεται από την ίδια την εποχή που ζούμε κι έχει για ήρωα ένα άνεργο. Για να είμαστε σαφέστεροι, έναν απολυμένο. Έναν άνθρωπο ο οποίος έχει χάσει τη δουλειά του κι ο οποίος, από την άλλη, αρνείται να συμβιβαστεί. Προπάντων όταν συναισθάνεται ότι είναι θύμα αδικίας. Και τα πράγματα τα κάνει χειρότερα η αντιμετώπιση από το ίδιο το σπίτι, ο χωρισμός, η ύπαρξη ενός παιδιού , που του έρχεται «πεσκέσι» κατόπιν μιάς σεναριακής αφορμής –συγκυρίας.

Και το σενάριο (με τον σκηνοθέτη συνεργάζεται ο Δ. Μακρής) επιχειρεί να εξισορροπήσει, μέσα στο δράμα, τα στοιχεία, που επηρεάζουν τη ζωή ενός ανθρώπου, από ένα τέτοιο γεγονός κι ένα από αυτά είναι κι η σχέση του με το παιδί, κυρίως, όταν μέσα σε όλα τα άλλα, προσπαθούν να του κολλήσουν και την ταμπελίτσα της « γονε-ικής ακαταλληλότητας». Με σταθερό στόχο του ήρωα, που είναι και το σταθερό σημείο πορείας σε όλη τη διάρκεια του έργου, την εκδίκηση. Ναι, είναι έργο πάνω στην εκδίκηση. Στην εκδίκηση που έχει προέλθει από την αδικία.

Αν δεν υπήρχε ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΝΚΟΓΛΟΥ, θα μιλούσα πιο έντονα για κάποιες ατολμίες, στην ένταση του δράματος, στο να νιώσει ο θεατής ακόμα περισσότερο την ψυχολογική κατάσταση του ήρωα, μέσα από πιο «ανάγλυφες» σκηνές.

Ομως, η παρουσία του Στάνκογλου δεν μου το επιτρέπει και τόσο, επειδή ο ίδιος, με την ψυχολογική ένταση με την οποία παίζει τον ήρωα, με τα λιτά , εκφραστικά του μέσα που είναι απολύτως κινηματογραφικά, με το πρόσωπο του που είναι ακόμα πιο κινηματογραφικό κι ο φακός του το  αναδεικνύει ακόμα κι όταν εμφανίζεται σε ρολάκια, μπορεί κι αναπληρώνει τα όποια κενά.

Από αυτή την άποψη παίρνει εύσημα φυσικά κι ο σκηνοθέτης εφόσον μπορεί με την επιλογή αυτού του ηθοποιού να θέλησε να κατεβάσει τους τόνους από το υπόλοιπο ώστε να μη γίνει υπερφόρτωση. Θα μπορούσε, λέω- δεν ξέρω αν έγινε έτσι.

Όμως η επιλογή του κατάλληλου ( ή του καλύτερου για την περίπτωση) ηθοποιού (κι ενός εκ των πιο καθαρόαιμων κινηματογραφικών που διαθέτει το σινεμά μας) καθώς κι η επιλογή της φωτογραφίας με μια αίσθηση γκριζάδας και κρύου σε απόλυτη ομοιογένεια σε όλο το έργο (φωτογραφία ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΩΤΟΣ- αποδοτικότατη!!) που σε μεταφέρει στο κλίμα του ήρωα και στον τόπο που διαδραματίζεται η ιστορία, είναι στοιχεία θετικού αποτελέσματος.

Όπως επίσης κι αυτό που μένει ως αίσθηση γύρω από τον αδικημένο, ήσυχο , μοναχικό άνθρωπο όταν έρθει η ώρα να εκραγεί από την αδικία κρατά τον ήρωα μονίμως συνδεδεμένο με την κοινωνική αφετηρία της υπόθεσης, παρόλο ότι από ένα σημείο κι ύστερα η διάθεση για εκδίκηση είναι προσωπική.

Αυτό ίσως είναι που παρακίνησε κάποιους να μιλούν για «γουέστερν» και να στέλνουν λάθος μήνυμα στο κοινό, όπως κάνουν με τα «θρίλερ» (που έφτασαν ακόμα και την «Υπηρέτρια» να κατατάσσουν στο είδος και να διαλαλούν λανθασμένα), με τα «μελό» που νομίζουν ότι είναι τα δράματα κορυφώσεων και συγκρούσεων, με τα «φιλμ νουάρ» όπου ορισμένοι φαντάζονται πως  πρόκειται για τα …. ασπρόμαυρα φιλμ.

Σίγουρα πάντως ο κινηματογράφος την εκδίκηση την έχει ταυτίσει ως ένα βαθμό με τα γουέστερν και σε παιχνίδια θεωρητικών του πάλαι ποτέ, θα μπορούσε να γίνει και σεναριακή εξέταση του έργου κατά πόσο ακολουθεί δομές ουέστερν.

«Θα μπορούσε να ισχύει» το ένα, «θα μπορούσε να ισχύει» το άλλο, ας μείνουμε σε αυτό που είναι η ταινία η οποία αφηγηματικά είναι στρωτή, έχει κοινωνική βάση, έχει εκπληκτικό πρωταγωνιστή κι υποβλητική ατμόσφαιρα, δίνει, όμως, και την εντύπωση κατά περιόδους ότι επαναλαμβάνεται.

Πάντως για τον σκηνοθέτη σημειώνεται θετικά το πέρασμα του στο αφηγηματικό είδος και ύφος.

 

 

«ΕΓΩ, Ο ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΛΕΙΚ» (Ι, Daniel Blake):..ΚΙ ΑΥΤΟΣ, Ο ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ - ( ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΕΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ)

$
0
0

Γράφτηκαν «τέρατα» από τις Κάνες όταν η επιτροπή ανακοίνωσε την απονομή του ΧΡΥΣΟΥ ΦΟΙΝΙΚΑ σε τούτο το φιλμ του ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ. Δεν το πίστευα. Σαν να είχαν βραβεύσει κι εγώ δεν ξέρω τι.

 

Κι όλο αυτό έγινε επειδή αφενός οι «προγνωστικάκηδες»  (όπως λέμε οι «αστεράκηδες», που είναι ένα και το αυτό) δεν είχαν «προβλέψει» κατά τα δικά τους κριτήρια τι αξιολογήσεις κάνει η κριτική επιτροπή κι αφετέρου επειδή υπήρχαν κι οι «νταβατζήδες» άλλων ταινιών που επειδή τις ήθελαν, τις νόμιζαν και βέβαιες για «Χρυσό Φοίνικα». Κυρίως εκείνοι που έσπρωχναν το «Τόνι Ερντμαν».

Κι επειδή αυτοί έχουν και τα «μέσα», κι εννοώ τα ΜΜΕ, πέρασαν προς τα έξω μια ανυποληψία σχετικά με την ταινία και δεν σεβάστηκαν ούτε τον Κεν Λόουτς.

Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Επειδή δεν πήρε Οσκαρ ο «Πολίτης Κέιν» (κι ας πήρε του ΣΕΝΑΡΙΟΥ) έχουν ρίξει στο πυρ το εξώτερον και στην εξαφάνιση το αριστουργηματικό φιλμ του ΤΖΩΝ ΦΟΡΝΤ «Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΑΣ» (How green was my valley) που κέρδισε αντ’ εκείνου κι έχουν κάνει και το ίδιο στο μιούζικαλ «ΟΛΙΒΕΡ» του ΣΕΡ ΚΑΡΟΛ ΡΗΝΤ που ήταν η μεγάλη ανατροπή στο είδος, πριν έρθει ο Μπομπ Φόσι με το «Καμπαρέ», και το λοιδορούν, κι ας άνοιξε την πόρτα του West End , κι ας μετέτρεψε το είδος μιούζικαλ σε είδος λονδρέζικο-τόσο μεγάλη  ήταν η επιρροή του. Κι αυτό επειδή θέλουν να αντιπαραβάλλουν το «2001 Η Οδύσσεια του Διαστήματος» που κατά την γνώμη των εκ των υστέρων γραφόντων ήταν καλύτερο (διότι στη χρονιά του δεν το είχε βραβεύσει καμία ένωση κριτικών!- να το πούμε κι αυτό)

Κι ήρθε κι η σειρά του ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ.

Ο οποίος Κεν Λόουτς με τον σεναριογράφο συνεργάτη του ΠΟΛ ΛΑΒΕΡΤΥ (μια συνεργασία που μου θυμίζει το παλιό ανάλογο ιταλικό δίδυμο ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ- ΤΣΕΖΑΡΕ ΖΑΒΑΤΙΝΙ) δίνει και πάλι το παρόν στο είδος που κάνει και το κάνει με τον καλύτερο τρόπο. Και που το είδος του Κεν Λόουτς δεν είναι ένα οποιοδήποτε είδος, μα και είδος να ήταν, εκείνοι δεν είναι που υμνούν κάποιους που κάνουν σε επανάληψη το ίδιο και το ίδιο φιλμ ή επαινούν σκηνοθέτες του ενός και μοναδικού είδους όπως είναι ο Χίτσκοκ; Το είδος του Κεν Λόουτς είναι ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ κινηματογράφος, ένα σινεμά που βγαίνει από τα σπλάχνα της κοινωνίας, ύφος του είναι ο ρεαλισμός και παρόλο ότι υπάρχει και στην Αγγλία μια ανάλογη παράδοση (θέλετε «παρελθόν»;) κι  εννοώ το κοινωνικοποιημένο σινεμά του free-cinema, εν τούτοις το έχει κάνει με δικό του τρόπο, με κατακτημένη κι επιβεβλημένη την προσωπική του υπογραφή, η οποία απορρέει από την πολιτικοποίηση του ίδιου και τη συμμετοχή στα πράγματα μέσα από την αριστερή, πολιτική του τοποθέτηση.

Και μας δίνει με τη γνωστή του λιτότητα, που είναι και το trade-mark του, ένα δράμα, ένα ανθρώπινο δράμα, που είναι άμεσα εξαρτημένο από το κοινωνικό πρόβλημα που θίγει. Και τελικώς, χωρίς τυμπανοκρουσίες, συνθήματα, κηρύγματα, μανιφέστα ή κόκκινες σημαίες αλλά μέσα από τους όρους της ίδιας της Τέχνης και του είδους που το μετέβαλε σε προσωπικό ο Λόουτς (μαζί με τον σεναριογράφο Λάβερτυ) κάνει ένα φιλμ καταγγελίας της κοινωνίας που δεν σέβεται τον Ανθρωπο.

Κι έχει για ήρωα ένα μεσόκοπο, τον άνθρωπο του τίτλου, τον οποίο με έμπνευση μας εισάγει στην ταινία όπου σε μαύρη οθόνη ακούμε τα πρώτα λόγια του κι ύστερα τον βλέπουμε στο πανί, να βρίσκεται σε κάποιο από αυτά τα κέντρα των επιδομάτων ανεργίας και να διαπραγματεύεται σθεναρά την περίπτωση του η οποία είναι …άστα να πάνε στο διάολο. Ο άνθρωπος αυτός έχει περάσει ένα έμφραγμα, έχει βγει αρχικά ακατάλληλος για εργασία, μα στη συνέχεια οι χαρτογιακάδες του συστήματος, έχουν βγάλει πόρισμα ότι είναι ικανός προς εργασία κι ότι δεν μπορεί να συνεχίσουν να του δίνουν επίδομα. Εννοείται πως έχει χάσει την εργασία του μετά από εκείνη την καρδιακή προσβολή αλλά….who cares.Οπότε, η συμβιβαστική λύση που προτείνουν είναι να του βρουν εκείνοι εργασία, οποιαδήποτε εργασία. Κι ας ομιλούν οι άλλοι γιατροί περί εμφράγματος.

Και την ίδια ώρα που αυτός βρίσκεται εκεί για την υπόθεση του, παίζεται ένα άλλο δράμα, με μητέρα με παιδί στην αγκαλιά που τη διώχνουν επειδή έφτασε καθυστερημένη στο ραντεβού κι ας μην έχει να ταίσει τα παιδιά της. Ο Ντάνιελ Μπλέηκ εξεγείρεται, είναι ο μόνος που θα πάει καταπάνω στoυς χαρτογιακάδες για να υπερασπιστεί τη γυναίκα, τους διώχνουν και τους δύο.

ΚΙ εδώ ξεκινά το ωραίο ξετύλιγμα της ιστορίας όπου παραλλήλως με το κοινωνικό θέμα της ανεργίας, των υπηρεσιών αυτών, του κοινωνικού κράτους που εξελίσσεται σε παρελθόν, δημιουργούνται οι βάσεις για τη δημιουργία μιάς παράταιρης οικογένειας κι η σύσταση ενός ιδιότυπου κοινοβίου που όλο αυτό καταλήγει στην ανθρώπινη αγάπη. ΚΙ ο Κεν Λόουτς τα συνυφαίνει απίστευτα, φτάνοντας έως και στο χιούμορ. Κοινωνικό με προσωπικό γίνονται ένα κι αξεδιάλυτο.

Τι περίμεναν από τον Κεν Λόουτς, ειλικρινά δεν ξέρω. Αν έκανε κάτι άλλο, θα έλεγαν ότι «γέρασε», «κουράστηκε», «υποχώρησε», «δεν είναι ο πολιτικοποιημένος του παρελθόντος». Τώρα που τον είδαν ακμαίο, εμπνευσμένο, δυνατό και σταθερά πιστό στην ιδεολογία του και στις κινηματογραφικές του αρχές, τον κατηγορούν είτε ως «ξεπερασμένο» ή ως «επαναλαμβανόμενο»

Κι όλο αυτό επειδή δεν τους βγήκε η «πρόγνωση» ή επειδή δεν βραβεύτηκε το δικό «τους» φιλμ!

Δεν πρόκειται για ταινία «παρηγοριάς» όσον αφορά στο σκηνοθέτη. Δεν την έχει ανάγκη! Αντιθέτως πρόκειται για ταινία δύναμης κι ευρωστίας, που μας δείχνει αυτά που ζούμε, μεταπλασμένα σε κινηματογραφική Τέχνη.

Το μόνο που θα μπορούσε να «προσάψει» κανείς είναι πως από τη στιγμή που τα ζούμε γιατί να πάμε να τα δούμε και στο σινεμά.

Από αυτή την άποψη, σίγουρα το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέηκ» δεν είναι μια ταινία «Σαββάτου». Είναι ταινία άλλης μέρας. Ο άνθρωπος όμως εκείνος που δεν έχει ελεύθερο καιρό μέσα στην εβδομάδα και περιμένει να έρθει το Σάββατο για να πάει σινεμά, ε, τότε να πάει. Διότι ο Κεν Λόουτς έχει κάνει και πάλι μια ταινία που μας αφορά.Και δεν νομίζω ότι όποιος τη δει, θα βγει χαμένος. Διότι εκείνο που θα τον δυσαρεστήσει δεν είναι η ταινία αλλά η σημερινή κοινωνία κι ο δρόμος που έχει πάρει.

Ναι, είναι «ομιλητικό» το έργο! Αφού είναι έργο «θέσεων», πως δεν θα είναι; Πάντα έτσι δεν είναι οι ταινίες του; Τώρα το ανακάλυψαν; Το ότι ο διάλογος είναι κινηματογραφικά γραμμένος , είναι διάλογος σεναρίου κι όχι ομιλίας σε συγκέντρωση δεν είναι που κάνει τη διαφορά; Κι όλα αυτά επειδή δεν βραβεύτηκε το «Τόνι Ερντμαν»; Ελεος, κάπου..

 

ΥΓ. Το παίξιμο είναι εξαιρετικό όσο κι ο διάλογος. Ένα παίξιμο απόλυτης αλήθειας από όλους τους ηθοποιούς, όπως ήταν πάντα στις ταινίες του Κεν Λόουτς.  Μπορεί οι ηθοποιοί να μην «έλαμπαν» αλλά ήταν πάντα ταυτισμένοι στο ακέραιο με τους ρόλους τους. Οπως είναι εδώ ο ΝΤΕΗΒ ΤΖΟΟΥΝΣ, ο οποίος προέρχεται από το stand-up comedy παρακαλώ, και το ρόλο τον έχει βγάλει μέσα από δικούς του αυτοσχεδιασμούς που τους  πρότεινε στον σκηνοθέτη.

ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΕΣ 2016: ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΛΑΝΟ

$
0
0

Θα δείτε πιο κάτω τη λίστα που την παραθέτω πλήρη οπότε μπορείτε να καθίσετε και να τη μελετήσετε, όσοι ενδιαφέρεστε. Κι ως θεατής κι ως κριτικός αλλά κι ως Ακαδημαικός εννοώντας την ιδιότητα του μέλους της ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ , έχω να κάνω μερικές επισημάνσεις. Κι όσοι επιθυμείτε θα μπείτε λιγάκι και στη λογική των Ακαδημιών.

 

Συνεπώς, δεν έχω να κάνω σχόλια με βάση το προσωπικό γούστο. Πρώτον διότι ως μέλος της Ακαδημίας σίγουρα δεν θα είναι δεοντολογικό και κυρίως επειδή – το ίδιο ακριβώς κάνω και για τα Οσκαρ- ζητούμενο είναι να κατανοήσουμε τι αξιολογήθηκε εν τω συνόλω

Καταρχάς, να αναφέρω τις ταινίες που ανακηρύχθηκαν υποψήφιες, που κατά το σύνολο των μελών από όλες της Ευρωπαικές Χώρες (συμπεριλαμβανομένων Ισραήλ, Τουρκίας και Παλαιστίνης-παλαιστινιακών περιοχών) είναι αυτές που ξεχωρίζουν αξιολογικά.

Κι αυτές είναι:  «ΕΚΕΙΝΗ» του ΠΟΛ ΒΕΡΧΟΦΕΝ, «ΕΓΩ,Ο ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΛΕΗΚ» του ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ, «ΧΟΥΛΙΕΤΑ» του ΠΕΔΡΟ ΑΛΜΟΔΟΒΑΡ, «ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ» του ΛΕΝΥ ΑΜΠΡΑΧΑΜΣΟΝ, «TONI ERDMANN» της ΜΑΡΕΝ ΑΝΤΕ

Στη ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ, όπως συμβαίνει και στα ΟΣΚΑΡ, έχουμε κι εδώ μια «παραλλαγή», έχει «φύγει» ο Αμπράχαμσον του «Δωματίου» και τη θέση του έχει καταλάβει ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΜΟΥΝΤΖΙΟΥ με την «ΑΠΟΦΟΙΤΗΣΗ»

Αρα, θα επαναληφθεί η μονομαχία των ΚΑΝΩΝ μεταξύ «Ντάνιελ Μπλέηκ» και «Toni Erdmann»; Στο μεταξύ έχουν αναγνωριστεί κανονικότατα ,προς μεγάλη μου ικανοποίηση- δεν το κρύβω!- η «Χουλιέτα» του Πέδρο και το «Εκείνη» του Βερχόφεν που κανονικά του έδωσε passaporte εισόδου η Ακαδημία.

Αναφέρθηκα σε δύο «μονομάχους» (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποχρεωτικώς είναι κι οι σίγουροι) επειδή σε πρώτη δόση παρατηρώ μια «νίκη» του «Ντάνιελ Μπλέικ» στο εξής: Στο ότι γενικώς αλλά και τα τελευταία χρόνια συχνότερα-πυκνότερα, η Ευρωπαική Ακαδημία βρίσκεται σε «απόσταση», αν όχι σε «διάσταση», με τον «Χρυσό Φοίνικα» των Κανών.

Φέτος, δεν τον έλαβε απλώς υπόψη αλλά η ταινία του Κεν Λόουτς φιγουράρει σε όλες τις μεγάλες κατηγορίες- ΚΑΙ στην ερμηνεία του πρωταγωνιστή.

Βέβαια σε όλες τις μεγάλες κατηγορίες φιγουράρει κι η αντίπαλος , ο «Toni Erdmann» και μάλιστα αναγνώρισε ΚΑΙ τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους, και του πατέρα δηλαδή και της κόρης. Πράγμα που σημαίνει ότι οι ενστάσεις για τον πρωταγωνιστή έχουν καμφθεί.

Δεν κρύβω τη λύπη μου για τον αποκλεισμό από την κατηγορία του σεναρίου του «PERFETTI SCONOSCIUTI» αλλά προφανώς ο σύνολο των μελών το εκτίμησε ως παραπάνω «talkie» και στατικό. Δεν το συμμερίζομαι αλλά αυτή είναι η ανάλυση!

Κι επίσης να επισημαίνω ότι οι ελληνικές ταινίες «CHEVALIER» (που τη στέλνουμε και στα Οσκαρ) και «SUNTAN» αποκλείστηκαν…  «πανηγυρικά». Ούτε η ερμηνεία του Μάκη Παπαδημητρίου κατάφερε να περάσει και το αποδίδω στον ημιτελή ρόλο που τον είχα αναλύσει διεξοδικά στην κριτική μου για την ταινία. Ο ρόλος παίζει σημαντικό … ρόλο στην ερμηνευτική αξιολόγηση κι αυτό, τώρα που δίνεται η ευκαιρία μέσα από το Διαδίκτυο να συνομιλούμε, είναι καλό να αρχίσει να γίνεται γνωστό. Το επαναλαμβάνω κάθε χρόνο και στα Οσκαρ όταν αναλύω τις πεντάδες. Όπως έχουμε και στην αθλητική αξιολόγηση, στους Ολυμπιακούς Αγώνες, τον «βαθμό δυσκολίας» να λαμβάνεται υπόψη σε κάποια αθλήματα, έτσι και στην ηθοποιία λαμβάνεται υπόψη ο ρόλος. Δείτε αυτούς που πέρασαν και κυρίως περιπτώσεις σαν του ΡΟΦ ΛΑΣΓΚΑΡΝΤ στον «ΚΥΡΙΟ ΟΒΕ», του ΝΤΕΗΒ ΤΖΟΟΥΝΣ στο «ΕΓΩ ,Ο ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΛΕΗΚ» καθώς και του ΠΗΤΕΡ ΣΙΜΟΝΙΣΕΚ στο «TONI ERDMANN» που θα μπορούσαν να «μοιάζουν» με του Μάκη Παπαδημητρίου και κάποιοι να πουν «μα γιατί είναι αυτοί καλύτεροι από τον Μάκη;». Η απάντηση είναι πως έχουν πλήρεις κι ολοκληρωμένους χαρακτήρες και πάνω σε αυτό εξετάζεται κι αξιολογείται η ερμηνεία ενός ηθοποιού. Δεν αξιολογείται με το αν μας άρεσε το ύφος του ή ο τρόπος του- αυτό δεν φτάνει.

Οσο δε για το «Chevalier», τα μαντάτα δεν είναι καλά ενόψει Οσκαρ, εφόσον ληφθεί υπόψη αυτό που λέγεται πω η ευρωπαική ταινία που βραβεύεται στα Ευρωπαικά παίρνει και το Οσκαρ (εκτός αν υπάρχουν αντίπαλοι δυναμικοί από άλλες ηπείρους) κι εφόσον είναι ταινία «γλώσσας» η προτιμούμενη από τους Ευρωπαίους που σημαίνει ότι μιλάμε για «ξενόγλωσση» κι όχι για αγγλόφωνη, όπως είχε γίνει πέρσι με την «ΝΙΟΤΗ» του ΠΑΟΛΟ ΣΟΡΕΝΤΙΝΟ. Η ταινία ήταν η ευρωπαική προτίμηση αλλά δεν είχε χώρα να την στείλει στα Οσκαρ λόγω γλώσσας και πολυεθνικής συμπαραγωγής.. Βέβαια, ούτε ως αγγλόφωνη τα πήγε καλά, προτάθηκε μόνο για τραγούδι- η Αμερικάνικη Ακαδημία μάλλον είχε ταυτιστεί με τους εν Ευρώπη «εχθρούς» της ταινίας, είχε συμμεριστεί τις ενστάσεις εκείνων παρά τις προτιμήσεις των άλλων.. Οπότε, για να επανέλθουμε στο «Chevalier», τα πράγματα δεν είναι αισιόδοξα ύστερα από τον αποκλεισμό του στις  ευρωπαικές υποψηφιότητες , κυρίως για εκείνους που νόμισαν ότι το Φεστιβάλ Λονδίνου που του είχε δώσει πέρσι το βραβείο είναι «εγγύηση» κι «ανοίγει πόρτες». Η Ελλάδα μόνο στο μικρού μήκους πήρε υποψηφιότητα με το "Limbo" της Κοτζαμάνη

Για τις γυναίκες, δεν έχω να πω τίποτε, το πρόβλημα που είχα κι εγώ στο ποιες θα πρωτοψηφίσω και μου επιτρέπεται μόνο για τρεις, το είχαν πολλοί. Με αποτέλεσμα να δούμε ΕΞΗ γυναίκες ηθοποιούς να περνούν , μεταξύ αυτών ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ του Αλμοδόβαρ ενώ η ΒΑΛΕΡΙΑ ΜΠΡΟΥΝΙ ΤΕΝΤΕΣΚΙ στην «ΤΡΕΛΛΗ ΧΑΡΑ» του ΠΑΟΛΟ ΒΙΡΤΖΙ’ πήρε την μπάλα πάνω της κι έμεινε εκτός η Μικαέλα Ραματζότι που προφανώς θα είδαν κι άλλοι αυτό που είχα γράψει στην κριτική, ότι «μιμείται» την Χίλαρυ Σουάνκ, παρόλο ότι δείχνει αισθητά βελτιωμένη. Αν και μπήκαν έξη, η Μικαέλα δεν τα κατάφερε. Κι ομολογώ ότι δεν φανταζόμουν πως η ΤΡΙΝΕ ΝΤΥΡΧΟΛΜ από την «ΚΟΜΜΟΥΝΑ» του ΤΟΜΑΣ ΒΙΝΤΕΝΜΠΕΡΓΚ θα είχε τόσο προσωπικό ρεύμα ενώ η ταινία στο σύνολο της , δεν περπάτησε.

Φέτος, θα είμαι ΕΚΕΙ. Ανταποκρίθηκα στο κάλεσμα της ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ και θα παραστώ στις εκδηλώσεις και στην απονομή που θα γίνει στις 10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ , στο ΒΡΟΤΣΛΑΒ της Πολωνίας, την πρωτεύουσα της Κάτω Σιλεσίας που είναι κι η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2016. Οπότε θα σας τα πω με κάθε λεπτομέρεια κι από προσωπικό (ούτε καν ..πρώτο) χέρι….

Θα κλείσω με μία παρατήρηση: Επαναλαμβάνω λοιπόν ότι δεν είναι πολύ τιμητικό για την Ευρώπη να αποκλείει από βραβεύσεις σε συμμετοχή ευρωπαικών ταινιών, τα μη ευρωπαικά διαβατήρια. Κάπως έτσι κι εντελώς κρίμα έχει αποκλειστεί ο ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΝΤΑΡΕΝ για τον «TRUMAN» επειδή είναι Αργεντίνος ενώ έχει περάσει ο πανάξιος συμπρωταγωνιστής ΧΑΒΙΕ ΚΑ’ΜΑΡΑ, επειδή είναι Ισπανός και φυσικά κι η Μέρυλ Στριπ ως Αμερικανίδα στο «FosterJenkins» ενώ έχει προταθεί ο εξαίσιος αλλά και Βρετανός ΧΙΟΥ ΓΚΡΑΝΤ, καθώς κι η ΟΣΚΑΡΟΥΧΑ ΜΠΡΗ ΛΑΡΣΟΝ στο «ΔΩΜΑΤΙΟ» επειδή κι αυτή είναι Αμερικανίδα. Ειδικά στην περίπτωση της ερμηνείας της Μέρυλ Στρηπ στο συγκεκριμένο φιλμ θα με ενδιέφερε πολύ η τοποθέτηση της Ευρωπαικής Ακαδημίας, θα έβαζε πολλά θέματα προς συζήτηση στο Τραπέζι.

Ακλουθεί η πλήρης λίστα:

EUROPEAN FILM AWARDS NOMINATIONS TO DATE:

BEST EUROPEAN FILM

“Elle,” (Paul Verhoeven, France, Germany)

“I, Daniel Blake,” (Ken Loach, U.K., France)

“Julieta,” (Pedro Almodóvar, Spain)

“Room,” (Lenny Abrahamson, Ireland, Canada)

“Toni Erdmann,” (Maren Ade, Germany, Austria)

BEST EUROPEAN DIRECTOR

Paul Verhoeven

Cristian Mungiu, (“Graduation,” Romania, France, Belgium)

Ken Loach

Pedro Almodóvar

Maren Ade, (“Tony Erdmann”)

BEST EUROPEAN ACTOR

Rolf Lassgård, (“A Man Called Ove”)

Hugh Grant, (“Florence Foster Jenkins”)

Dave Johns, (“Blake”)

Burghart Klaußner, (“The People vs. Fritz Bauer”)

Peter Simonischek, (“Erdmann”)

Javier Cámara, (“Truman”)

BEST EUROPEAN ACTRESS

Isabelle Huppert, (“Elle”)

Emma Suárez & Adriana Ugarte, (“Julieta”)

Valeria Bruni Tedeschi, (“Like Crazy”)

Trine Dyrholm, (“The Commune”)

Sandra Hüller, (“Erdmann”)

BEST EUROPEAN SCREENWRITER

Cristian Mungiu, (“Graduation”)

Paul Laverty, (“Blake”)

Emma Donoghue, (“Room”)

Maren Ade, (“Erdmann”)

Tomasz Wasilewski, (“United States of Love”)

BEST EUROPEAN DOCUMENTARY

“The Land Of The Enlightened,” (Pieter-Jan De Pue, Belgium, Ireland, the Netherlands)

“21 X New York,” (Piotr Stasik,Poland)

“Mr. Gaga,” (Tomer Heymann, Israel, Sweden, Germany, the Netherlands)

“S is for Stanley – 30 Years At The Wheel For Stanley Kubrick,” (Alex Infascelli, Italy)

“A Family Affair,” (Tom Fassaert, the Netherlands, Belgium)

“Fire At Sea,” (Gianfranco Rosi, Italy, France)

BEST EUROPEAN ANIMATED FEATURE

“My Life as a Zucchini,” (Claude Barras, France, Switzerland)

“Psiconautas, the forgotten children,” (Pedro Rivero, Alberto Vázquez, Spain)

“The Red Turtle” (Michael Dudok de Wit, Japan, France, Belgium)

BEST EUROPEAN COMEDY

“A Man Called Ove,” (Hannes Holm, Sweden, Norway)

“Look Who’s Back;” (David Wnendt, Germany)

“La Vache,” (Mohamed Hamidi, France)

FIPRESCI PRIZE – BEST EUROPEAN DISCOVERY

“Dogs,” (Bogdan Mirica, France, Romania, Bulgaria, Qatar)

“Liebmann” (Jules Herrmann, Germany)

“Sand Storm,” (Elite Zexer, Israel)

“The Happiest Day in the Life of Olli Mäki,” (Juho Kuosmanen, Finland, Sweden, Germany)

“Thirst,” (Svetla Tsotsorkova, Bulgaria)

EUROPEAN UNIVERSITY FILM AWARD

“Fire at Sea,” (Gianfranco Rosi, Italy, France)

“Graduation”

“I, Daniel Blake”

“The Happiest Day in the Life of Olli Mäki”

“Toni Erdmann”

BEST EUROPEAN SHORT

“The Wall”

“Edmond”

“The Goodbye”

“90 Degrees North”

“We All Love The Sea Shore”

“In The Distance”

“A Man Returned”

“Small Talk”

“I’m Not From Here”

“Home”

“The Fullness Of Time (Romance)”

“Limbo”

“Amalimbo”

“9 Days – From My Window In Aleppo”

 

 

·        

·         

·         

·     

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ 2016: 1- ΕΛΛΗΝΙΚΑ

$
0
0

Με ελληνικά φιλμ θα ξεκίναγα τη σύντομη παραμονή μου στη Θεσσαλονίκη επί τη ευκαιρία του 57ου (διεθνούς πιά) Φεστιβάλ Κινηματογράφου.

 

Στην καρδιά μου, το Φεστιβάλ αυτό θα παραμένει πάντα «ελληνικό», όχι γιατί δεν παραδέχομαι την πραγματικότητα αλλά επειδή θεωρώ α) ότι το «ελληνικό» είναι που του ανήκει ως ιδιότητα  κι ας έχει παραγκωνιστεί το προιόν και β) επειδή ως διεθνές δεν έχει να προσφέρει ούτε να εισπράξει τίποτε στο τμήμα εκείνο που είναι και το υποτιθέμενο φιλέτο ενός Φεστιβάλ κι είναι το διαγωνιστικό πρόγραμμα.

Για τον απλούστατο λόγο ότι αφενός προηγούνται χίλια άλλα φεστιβάλ σε αυτό τον κόσμο, οπότε η Θεσσαλονίκη έρχεται να πάρει τι;

Από τη στιγμή, όμως, που με την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαική Ενωση θα απαγορευόταν η έκθεση προιόντων με κοινοτικά κονδύλια, το ρόλο της Ιφιγένειας ανέλαβε ο ελληνικός κινηματογράφος. Θα έπρεπε ή να παραμείνει «Φεστιβαλ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ Κινηματογράφου» αλλά ΑΥΤΟΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΟΥΜΕΝΟ ή να «διεθνοποιηθεί» (σαν τις…. Κοινοτικές επιδοτήσεις των αγροτικών προιόντων- και τα είδαμε τα χα-ίρια) κι ας βρει τι θα κάνει..

Βρήκε την «πρώτη ή δεύτερη ταινία» κάποιου σκηνοθέτη ως δικαίωμα διαγωνιστικής συμμετοχής αλλά… είπαμε: Προηγούνται καμιά χιλιάδα Φεστιβάλ σε ολόκληρο τον κόσμο. Τι να περισσέψει για εδώ;

Αυτά όμως θα τα πω πιο λεπτομερειακά σε επόμενο δημοσίευμα  περί ξένου προγράμματος διότι ξεκίνησα με το ελληνικό και στα ελληνικά την έπεσα, με το που ήρθα, έτσι για να πάρω μια πρώτη δόση.

  1. PARK.

Της ΣΟΦΙΑΣ ΕΞΑΡΧΟΥ

Αυτό είναι και διαγωνιζόμενο στο διεθνές ως συμμετοχή της Ελλάδας. Εχει μια νεανικότητα στην όψη μια και νέα παιδιά είναι οι βασικοί χαρακτήρες, έχει και στρωτό αφηγηματικό ύφος- προσόν αυτό της σκηνοθέτη. Ομως… Μέχρι τη μία ώρα δεν έχω καταλάβει αυτός ο χώρος που είναι οι εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, τι φιλοξενεί, τι είναι αυτά τα παιδιά. Αυτή η τάση για σεναριακές μαντεψιές λόγω σεναριακών αδυναμιών , συνεχίζεται στον ελληνικό κινηματογράφο ως κληρονομημένη πάθηση. Όταν δεν έχουμε πλήρη εικόνα του κεντρικού ήρωα και των άλλων χαρακτήρων φυσικά στο βαθμό που σεναριακά τους αναλογεί, θα έχουμε τα αποτελέσματα του «Suntan» που δεν τα καταφέρνει πουθενά στα διεθνή που βγαίνει να συναγωνιστεί παρά μόνο στις κριτικές κάποιων εγχώριων κριτικών που παίρνουν τους καλλιτέχνες στο λαιμό τους επειδή οι ίδιοι δεν ξέρουν και τους κατευθύνουν σε λάθος μεριά. Και παρασύρει έτσι και τον Μάκη Παπαδημητρίου που τον παίρνει στο λαιμό του ο ημιτελής ήρωας κι αυτό οι «σπρωχνοντες» το θεωρούν προσόν… Τι να πεις.  Το άγνωστο αγόρι (Δ.Κίτσος) που πρωταγωνιστεί στην ταινία παίζει με απροσδόκητη άνεση, δεν φαλτσάρει. ΚΙ ας είναι άπειρο. Και στις σκηνές με την κοπέλα που προκύπτει έρωτας, και με την αλκοολική μάνα (που είναι κάτι σαν Κιμ Μπάσινγκερ ως μάνα του Εμινέμ στο “8 mile”- την παίζει η Λένα Κιτσοπούλου)και με τον γκόμενο της μάνας- αφεντικό του, τα πάει καλά ο νεαρός ηθοποιός. Και κλείνω επαναλαμβάνοντας ότι η σκηνοθέτης τον κατέχει τον ρυθμό κι ο ρυθμός είναι που σε κάνει να θες να παρακολουθείς την ταινία. Προικιό αξιοσημεώτο κι αξιοποιήσιμο.

  1. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ

Του ΠΑΝΙΚΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ

Αυτό έχει και δύναμη και συγκίνηση. Και πολλή μα πάρα πολλή αλήθεια από κάτω. Ο Κύπριος σκηνοθέτης με σαφή πολιτικό στόχο παρουσιάζει μια ανθρώπινη ιστορία μέσα από την οποία βγαίνει και το δράμα  του «πρόχειρου» Τείχους της Λευκωσίας που κρατεί την πόλη διχασμένη και κατεπέκταση και το νησί. Η πρόθεση του είναι συμφιλιωτική κι αυτό φυσικά σηκώνει συζητήσεις μεταξύ ομοφρονούντων κι αντιφρονούντων αλλά δουλειά της κριτικής δεν είναι να ελέγχει τις πολιτικές θέσεις των δημιουργών παρά το πώς κι αν αυτές εκφράζονται με τους όρους της Τέχνης. Διαφορετικά μιλάμε για ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ η οποία έχει εισχωρήσει υπούλως και υπόπτως μέσω δήθεν θεωρητικών κειμένων που είναι προπαγάνδα και μάλιστα σε «τρομοκρατικό» ύφος.  Ο Πανίκος έχει τις θέσεις του, προπάντων όμως έχει την αλήθεια του. Κι η αλήθεια είναι το παν σε αυτή την ταινία , επειδή έχω ζήσει στην Κύπρο με την οποία συνδέομαι στενά παρόμοιες καταστάσεις, έχω πάει με φίλους στα Κατεχόμενα για να δούμε τους Τουρκοκύπριυς γείτονες τους, που τους χώρισε η τουρκική εισβολή του 74, έχω πάει σε σπίτια, έχω πάει και στην Πύλα, στην οποία είχαμε πάει μαζί και με τον Πανίκο μια φορά, το 1986, και με μεγάλη παρέα Ελλαδιτών κι Ελληνοκυπρίων κι εκεί θυμάμαι ένα παλικάρι που μας είχε πει μια ιστορία για τη σχέση του με μια Τουρκοκύπρια και πως τους χώρισε βίαια ο Πόλεμος κι ακόμα- τότε! Το 1986- δεν είχαν καταφέρει να βρεθούν- κι η εδώ παρόμοια ιστορία είναι πολύ συγκινητική. Όπως κι οι άλλες που την περιβάλλουν κι επίσης έχω παρόμοια εμπειρία ώστε να επιβεβαιώσω την αλήθεια του Πανίκου και του δράματος, με φίλους Παφίτες που όταν άνοιξαν τη δίοδο στη Λευκωσία πήγαιναν να βρουν φίλους Τουρκοκύπριους και να μεταφέρουν τους συγκινητικούς χαιρετισμούς από τους γονείς τους και με έπαιρναν κι εμένα μαζί τους.Το έργο έχει χαρακτήρες, οι ηθοποιοί είναι εξίσου αληθινοί όσο κι η αλήθεια της ιστορίας, στη φωτογραφία φαίνεται το μαγικό χέρι κι η υπογραφή  ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΟΥΚΙΔΗΣ αλλά και στους χώρους και στον ΗΧΟ, έχουμε θαυμάσια πράγματα , και το τραγούδι του Χριστοδουλίδη με το οποίο κλείνει η ταινία. Ξέρετε τι δεν έχουμε;  Η μάλλον τι …έχουμε;Τη δεύτερη παθογένεια του μεταπολιτευτικού ελληνικού σινεμά μετά την αδυναμία που λέγεται σενάριο. Ποια είναι αυτή η δεύτερη αδυναμία; Ο κομπλεξισμός μιάς γενιάς απέναντι στο δράμα, απέναντι στο μελο. Δεν γίνεται ρε παιδιά να έχουμε τέτοια σκηνή όπου ο Ελληνοκύπριος καταφέρνει και πιάνει επαφή με την κοπέλα, την Τουρκοκύπρια, που έχασε στα γεγονότα κι ο απέναντι Τουρκοκύπριος φύλακας στη διαχωριστική γραμμή με τον οποίο πιάνουν παρτίδες καταφέρνει και του τη βρίσκει. Δεν γίνεται, ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ να εμφανίζεται η κοπέλα απέναντι του, μετά από χρόνια, που το έμαθε και ήρθε να τον δει από «απέναντι» που τους χωρίζουν κάτι 50 μέτρα, δεν γίνεται να έχεις συλλάβει τέτοια σκηνάρα και να μη γίνεται της τρελής από δραματικότητα. Δεν γίνεται!!!!!!! Κάπως έτσι, έχουν χαθεί πολλές ταινίες. Όπως τους μαθαίνουν να αφήνουν τα σενάρια ημιτελή και τους κεντρικούς χαρακτήρες χωρίς παρελθόν (που στην ταινία του Πανίκου αυτά ευτυχώς έχουν αποφευχθεί), τους μαθαίνουν και να «αποδραματοποιούν». Πάντως η ταινία αγγίζει βαθιά.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ):Οπως ανέφερα στο κείμενο για την ταινία, θα υπήρχαν προστριβές μεταξύ "ομοφρονούντων" κι "αντιφρονούντων" για το θέμα της  "ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ". Και πράγματι, σημερα το μεσημέρι, Τρίτη 8 Νοεμβρίου, μαζεύτηκαν Κύπριοι διαφωνούντες με τη θέση της ταινίας απέναντι στην εξίσωση Τουρκοκυπρίν και Ελληνοκυπρίων, και μοίραζαν προκηρύξεις. Σε μία από αυτές αναφέρεται - κι ως δημοσιογράφος ΟΦΕΙΛΩ να το αναφέρω: "Οσο κι αν προσπαθείτε είτε με ταινίες χρηματοδοτουμενες από συγκεκριμένους φορείς, κατευθυνόμενες με στόχο τη διαμόρφωση αντιλήψεων, αμφίβολης καλλιτεχνικής υφής, είτε με σχέδια επίλυσης του Κυπριακού, ύπου "Ανάν", δεν ξεχνούμε κι αγωνιζόμαστε για μιά Κύπρο πραγματικά ελεύθερη για πάντα Ελληνική".

Το είχα προβλέψει

  1. ΕΤΕΡΟΣ ΕΓΩ

Του ΣΩΤΗΡΗ ΤΣΑΦΟΥΛΙΑ

Γι αυτήν θα γράψω τα λιγότερα επειδή είναι η ΚΑΛΥΤΕΡΗ! Και δεν περιορίζομαι συγκριτικά σε αυτές τις τρεις που αναφέρω. Στην ταινία αυτή θα κάνω ΕΚΤΕΝΕΣΤΑΤΟ αφιέρωμα όταν θα προβληθεί στις 19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017 στις αίθουσες. Κι επειδή φοβάμαι ότι οι συνήθεις ύποπτοι θα την ¨ξεσκίσουν». Για δικούς τους λόγους. Ο ένας είναι οι δικές τους ελλείψεις, ο άλλος είναι… αλλά ας τον αφήσω μια και δεν έχω επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

Αν η ταινία ήταν γαλλική κι είχε παιχθεί κυρίως στην Εβδομάδα Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, τότε για να εξευμενίσουν το Γαλλικό Ινστιτούτο και τους συν αυτώ, θα είχαν γράψει ύμνους για την «γαλλική απάντηση στο σινεμά του Ντέηβιντ Φίντσερ». Τώρα τον Τσαφούλια θα τον ειρωνευτούν στη βάση του «ποιος νομίζει ότι είναι; Ο Φίντσερ;»

 

Ο Φίντσερ δεν νομίζει ότι είναι αλλά  ότι έχει κάνει ένα αστυνομικό φιλμ, επηρεασμένο από το σινεμά εκείνου ούτε συζήτηση. Και θα τολμούσα να πω ότι το σενάριο του «Ετερος εγώ» που μέσα από τα μαθηματικά και τη θεωρία του Πυθαγόρα(που δεν την έμαθα ποτέ στο σχολείο εξού και την προσπερνώ) κυκλοφορεί serialkiller που αναστατώνει τις Αρχές.Το σενάριο του Τσαφούλια σπάνια απαντάται στον ελληνικό κινηματογράφο και βασικά στο είδος.Μου κάνει εντύπωση πόσο καταρτισμένος σεναριακά είναι. Μόνο στον πρωταγωνιστή έχει κάνει λάθος, ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης δεν ήταν ο ενδεδειγμένος για αυτή τη ρολάρα αλλά… τις λεπτομέρειες όταν βγει στις αίθουσες.  

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ 2016: 2- ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΦΕΣΤΙΒΑΛ

$
0
0

Εγραφα λοιπόν στην πρώτη ανταπόκριση από Θεσσαλονίκη πως από την ώρα που το Φεστιβάλ έγινε διεθνές έχει να αντιμετωπίσει το γεγονός πως προηγούνται χίλια και βάλε Φεστιβάλ που διεξάγονται σε όλο τον κόσμο. Οπότε , τι να περισσέψει για εδώ;

 

Διότι , κακά τα ψέματα, για να μιλήσεις για Φεστιβάλ και πως κάτι φεστιβαλικό συμβαίνει, πρέπει τουλάχιστον να έχεις κάποιες παγκόσμιες πρεμιέρες, έστω κι εκτός συναγωνισμού που φυλάσσονται για σένα. Και δεν μιλώ για τα μεγάλα Φεστιβάλ τύπου Κάνες-Βενετία- Βερολίνο, μιλώ και για τα Φεστιβάλ των «πόλεων», όπως της Ρώμης, του Λονδίνου, της Ζυρίχης. Και πολλά άλλα. Ακόμα και της Αττάλεια στην Τουρκία, όπου εκτός από κάποια παγκόσμια πρεμιέρα που φυλάσσεται για αυτούς, τα επισκέπτονται και κάποιοι celebrities. Εδώ δεν ισχύει τίποτε τέτοιο, την κοπάνησε ακόμα κι ο πολλά τιμώμενος Τζιμ Τζάρμους που έτσι κι αλλιώς δεν επιφύλασσε παγκόσμια πρεμιέρα.

Για να έρθει όμως ο celebrity πρέπει να του «τα σκάσεις» που λένε. Κι εδώ το budget πλέον είναι προβληματικό.

Οπότε, μαζεύονται ταινίες ατάκτως (μέχρι και το «Toni Erdmann» παίζεται σε κάποιο πρόγραμμα) για να πλαισιώσουν το διαγωνιστικό  που υποτίθεται πως είναι το μόνο με πρεμιέρες ας τις πούμε παγκόσμιες αλλά για ποιες ταινίες μιλάμε

Κι επιπλέον, όλη αυτή η ιστορία με τα χίλια και βάλε Φεστιβάλ έχει να κάνει με τη ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ των ΦΕΣΤΙΒΑΛ που έχει «αναπτυχθεί» εδώ και χρόνια και τζιράρεται χρήμα από και προς πολλές κατευθύνσεις, που αποσκοπεί αλήθεια πού; Στην άλλη βιομηχανία που λέγεται «καλλιτεχνική αίθουσα». Μα όλες αυτές οι ταινίες των χιλίων και κάτι Φεστιβάλ έχουν τον τρόπο να χωρέσουν σε μία καλλιτεχνική αίθουσα; Η μήπως αποσκοπούν στον πολλαπλασιασμό τους όπου με την παγκόσμια «σαβούρα», που βαφτίζεται υποχρεωτικώς «Τέχνη», θα πολλαπλασιάσεις τις αίθουσες τις ανάλογες; Το μόνο που πετυχαίνεται είναι να αυξάνονται τα γραφεία διανομής και να βγαίνουν κάθε εβδομάδα αλογίστως εφτά κι εννέα ταινίες που δεν αντέχουν να μείνουν στο πρόγραμμα διότι κι οι μικροί ακόμα αιθουσάρχες αντιμετωπίζουν και το φεστιβαλικό φιλμ ως να ήταν blockbuster:Δεν δούλεψε στο πρώτο σαββατοκύριακο; Αλλαξε το!

Αυτή είναι η φεστιβαλική φιλοσοφία των χιλίων και κάτι.

ΟΜΩΣ… Οσον αφορά στη Θεσαλονίκη.. ΟΜΩΣ, όλα αυτά που γράφω, αρχίζουν και τελειώνουν και στρέφονται αποκλειστικά γύρω από την κινηματογραφική πιάτσα. Τον κόσμο δεν τον αφορούν. Ο κόσμος θέλει να βλέπει ταινίες. Το αν θα είναι διαγωνιζόμενες ή βραβευμένες σε μεγάλο Φεστιβάλ ή υποβολές χωρών για το Οσκαρ ή υποψήφιες στην Ευρωπαική Ακαδημία, λίγο τον νοιάζει. Η μάλλον τον νοιάζει πολύ. Τον νοιάζει, όμως, τον κόσμο εννοώ, σε επίπεδο ταινιών. Να έχει κάτι να δει.

Οπότε από αυτή την άποψη η Θεσσαλονίκη είναι γεμάτη ταινίες, ενδιαφέρουσες ταινίες, από όλα τα Φεστιβάλ, «ατάκτως ερριμένες» αλλά δεν τρέχει και τίποτα.

Είναι μια ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ που επιτελεί το σκοπό της ως γιορτή και που πατά και σε ένα θεσμό όπως είναι το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που έστω και μεταλλαγμένο σβήνει 57 κεράκια φέτος εξού και πολλές προβολές είναι sold-out.

Διότι ο κόσμος έχει ταινίες να δει. Μια κινηματογραφική γιορτή στην πόλη διαρκείας 10 ημερών. Άλλο πράγμα όμως η γιορτή κι άλλο το Φεστιβάλ κι ας προέρχεται η ρίζα της λέξης από την έννοια της γιορτής.

Κάπως έτσι, απόλαυσα τρεις ταινίες.

  1. ΑΜΜΟΘΥΕΛΛΑ (Sand Storm)

Την ταινία αυτή την έχουμε και στην Ευρωπαική Ακαδημία, στην κατηγορία «Discovery», δηλαδή στους πρωτοεμφανιζόμενους (κατά κάποιο τρόπο)  κι είναι κι υποβολή του Ισραήλ για το ξενόγλωσσο Οσκαρ. Εχει πολύ ενδιαφέρον η ταινία ακόμα κι ως επιλογή του Ισραήλ διότι πρόκειται για ταινία με θέμα αραβικό αλλά όχι πολιτικό. Μια ιστορία με ήθη κι έθιμα Βεδουίνων αφηγείται το φιλμ κι η σκηνοθέτης ΕΛΙΤΕ ΖΕΞΕΡ μπορεί και βάζει τη γυναικεία πινελιά και συμπόνια στις ηρωίδες της, που κουβαλούν την καταπίεση της γυναίκας Βεδουίνας, η δε μάνα ως χαρακτήρας θυμίζει μακρά συγγένεια με την ηρωίδα του Κωσταντίνου Θεοτόκη στην «Τιμή της αγάπης», είναι και μητριάρχα που βγάζει την καταπίεση που η ίδια έχει υποστεί πάνω στην κόρη της και δεν την αφήνει να πάρει το παλικάρι που η μικρή αγαπά, την ίδια ώρα που ο Μουσουλμάνος άντρας της της φέρνει στο σπίτι μια δεύτερη σύζυγο, αρκετά νεώτερη της. Μου άρεσε εξαιρετικά το φιλμ. Εχει και δύναμη και διακριτικότητα. Κι έρχεται και με κάποια βραβεία εκ του εξωτερικού ενώ ανακαλύφθηκε στο Σάντανς, όπως πληροφορούμαι από την Ευρωπαική Ακαδημία.

  1. Η ΟΡΓΗ ΕΝΟΣ ΥΠΟΜΟΝΕΤΙΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (Tarde para la ira)

«Αργά για οργή» είναι ο πρωτότυπος τίτλος αυτής της ισπανικής ταινίας που έρχεται από το Φεστιβάλ Βενετίας με βραβείο στην ερμηνεύτρια ΡΟΥΘ ΝΤΙΑΖ αν κι οι πρωταγωνιστές είναι οι άντρες και με πολύ καλές επιδόσεις. Μια ιστορία εκδίκησης περιγράφει το φιλμ του ΡΑΟΥΛ ΑΡΕ’ΒΑΛΟ, που, όμως, από αλλού την περιμένεις όταν ξεκινά η ιστορία να ξετυλίγει,αλλού πηγαίνει καθ’οδόν, κι άλλος είναι ο εκδικητής από αυτόν που στην αρχή του φιλμ υποψιαζόμασταν. Αρα έχουμε ένα καλό σενάριο που κι αυτό, όπως κι άλλα καλά ισπανικά που βλέπουμε , στηρίζεται στη μελέτη της αμερικανικής παράδοσης, την οποία οι Αμερικάνοι έχουν εγκαταλείψει για να κάνουν τα blockbusterτους και τα παίρνουν οι Ισπανοί ως μπούσουλα και τα μεταβάλουν δημιουργικά σε δικά τους. Ο αφηγηματικός ρυθμός είναι εξαίσιος αλλά έχει και σενάριο, δεν είναι σαν το ελληνικό «Park» που ναι μεν η σκηνοθέτης έχει ρυθμό αλλά το σενάριο δεν λέει τίποτα. Εδώ το σενάριο λέει πολλά τόσο ως περιεχόμενο όσο κι ως δομή, ακόμα κι αν σε ένα δύο σημεία (κι αυτό οι Ισπανοί σεναριογράφοι ας το προσέξουν επίσης- το είχα διαπιστώσει και στο «Μικρό νησί», καθώς βαδίζουν προς την τελειότητα) παρατηρείται κενό μεταξύ ελλειπτικότητας και σαφήνειας.

  1. ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ (La fille inconnue)

Ετοιμαζόταν να βγει μεθαύριο στις ελληνικές αίθουσες, τώρα κάτι ακούω για μετάθεση ημερομηνίας;

Η ταινία είναι η καινούργια των αδελφών Νταρντέν. Δεν έρχεται με καλά μαντάτα από την Ευρωπαική Ακαδημία, δεν τα κατάφερε στα προκριματικά.

Εγώ όμως την υπερασπίστηκα εντός μου, κι οφείλω να πω ότι ουδέποτε υπήρξα θαυμαστής των αδελφών Νταρντέν, των ταινιων τους εννοώ. Αυτή η υπερεκτίμηση από μεριάς Φεστιβάλ Κανών με τους «Χρυσούς Φοίνικες» να τους χαρίζει αλογίστως στα δύο εκ Βελγίου αδέρφια, κινηματογραφικά έμιαζε υπερβολική.

ΟΜΩΣ…. Κι εδώ υπάρει το «ΟΜΩΣ»…

Και το «ΟΜΩΣ» περί της ταινίας των Νταρντέν συγγενεύει με το «ΟΜΩΣ» της ταινίας του Κεν Λόουτς. Και με εκείνους που είπαν ότι επαναλαμβάνει θεματολογια ή διάφορες τέτοιες μπούρδες. Κι οι Νταρντέν επαναλαμβάνουν θεματολογια λοιπόν αλλά όπως προχωρούν, όλο κι ωριμάζουν και βελτιώνουν το αφηγηματικό τους. Στο «αγνωστο κορίτσι» αυτό καθίσταται εμφανές. Εχουν κάτι να πουν, κι αυτό που έχουν να πουν αφορά πάντα στον Ανθρωπο και κυρίως εδώ γινονται και πιο «απολαυστικοί» ως κινηματογράφος διότι η αφήγηση τους (μια κι είναι σκηνοθέτες σεναρίων όπου σενάριο και σκηνοθεσία στις ταινίες τους είναι ένα και το αυτό) έχει και αστυνομική υφή. Ποιο είναι αυτό το κορίτσι που χτύπησε το κουδούνι της ασκούμενης γιατρέσσας  κι αργότερα βρέθηκε νεκρό; Τι σχέση είχε με κάποιυς από τους εξεταζόμενους της; Η νεαρή γιατρός αρχίζει να κάνει τον ντετεκτιβ κινούμενη κι από προσωπική ενοχή επειδή δεν είχε δώσει σημασία εκείνο το βράδυ στο κουδούνι της πόρτας ενώ οι χαρακτήρες που την περιβάλλουν διευκολύνουν την ανάπτυξη του μυστηρίου κι είναι γραμμένοι έτσι ώστε να δίνουν και ρυθμό στην ταινία.

 

Αυτά, όμως, δεν ωφέλησαν την ταινία και κάποια διάσταση υπάρχει ανάμεσα σε μένα που δεν ήμουν θαυμαστής των αδελφών και σε εκείνους που έλεγαν ότι είναι και τώρα τους προσπερνάνε. 


«SIERANEVADA»: ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ 2016 ..ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΙΝΕΜΑ

$
0
0

Και για του λόγου το αληθές, σε σχέση με όσα έγραφα σε προηγούμενη ανταπόκριση από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ότι δηλαδή είναι κινηματογραφική γιορτή αλλά όχι και Φεστιβάλ, ιδού η «SIERANEVADA» που παίχτηκε στο Φεστιβάλ και σε δύο μέρες κυκλοφόρησε στην Αθήνα.

 

Η ταινία είναι ρουμάνικης παραγωγής, την υπογράφει ο ΚΡΙΣΤΙ ΠΟΥΙΟΥ που είχε γυρίσει την «Οδύσσεια του κυρίου Λαζαρέσκου» με την οποία είχε αφήσει καλές εντυπώσεις και σύσταση και τούτη τη φετινή την επέλεξε η χώρα του να την εκπροσωπήσει στα Οσκαρ του 2017, προτιμώντας την από την «Αποφοίτηση» του Κριστιάν Μουτζίου.

Η ταινία, παίδες, είναι πολύ καλή! Εως κι εξαιρετική.

Εχει φυσικά ένα μεγάλο «ντεζαβαντάζ», τη διάρκεια της. Αγγίζει τις 3 ώρες. Κι επιπλέον δεν πρόκειται για ταινία δράσης ούτε για μυθιστορηματικό έπος ώστε η διάρκεια να πέφτει πιο μαλακά.

Όμως, η ταινία έχει ουσία κι είναι θαύμα από μέρους του -πως πήρε την παράτολμη απόφαση για μια τέτοια ταινία.

Διότι όλο το φιλμ αφορά σε οικογενειακές συνευρέσεις, μιάς πολυμελούς οικογένειας της Ρουμανίας, όπου κάθε συνεύρεση διακόπτεται από κάποιο επεισόδιο το οποίο επανέρχεται παρακάτω στη διάρκεια της ιστορίας και συνθέτει έτσι μια τοιχογραφία. Τοιχογραφία της Ρουμανίας!!!

Η οικογένεια είναι η αφορμή παρόλο ότι μέσα από τα μέλη αυτής της πολυμελούς οικογένειας θαυμάζουμε την εργασία του Πουίου, στο πόσο πολύ τους έχει ανιχνεύσει όλους αυτούς και χωρίς να τους έχει συμβολοποιήσει και να τους έχει μεταβάλει σε σχηματικούς, μέσα από τον καθένα καταφέρνει και περνά όλη τη Ρουμανία, τα τραύματα της, τα συν της, τα πλην της, το Χτες, το Σήμερα.

Εκείνο που μου κάνει εντύπωση παρακολουθώντας την ταινία είναι πως ο Τσαουσέσκου έχει αφήσει στη χώρα πολύ βαθιά το στίγμα του κι από ό,τι φαίνεται δύσκολα οι Ρουμάνοι θα αποβάλουν το στίγμα αυτό, έτσι τουλάχιστον όπως μας το δίνει ως ανάγλυφη εντύπωση η ταινία . Και για να τον ξεπεράσει θα πρέπει να τον υποκαταστήσει (δεν χρησιμοποιώ καν το ρήμα «αντικαταστήσει») με ένα άλλο παρόμoιο, πιο εξελιγμένο, πιο μοντέρνο αλλά με τσαουσεσκικές καταβολές και συμπεριφορές . Εδώ πέφτουν υπαινιγμοί για Ρωσία, Στάλιν και διάδοχο μα το θαύμα με την ταινία είναι πως αυτά όλα στα γεννά ως σκέψεις, οι χαρακτήρες τα υποβάλουν και δεν τα επιβάλουν κι από αυτή την άποψη, που είναι πολύ σημαντική, η ταινία λειτουργεί κι ως πρότυπο για το τι σημαίνει έργο πολιτικών θέσεων με τους όρους της Τέχνης, όταν μπορεί να υποβάλει κι όχι να επιβάλει τις θέσεις του. Κατανοώ το φόβο που μπορεί να προκαλεί μια τέτοια διάρκεια (173’ ο επίσημος χρόνος) αλλά δεν μπορώ να την προσπεράσω την ταινία- έχει ουσία. Κι ο σκηνοθέτης πετυχαίνει κάτι πολύ σημαντικό κι ως σκηνοθέτης κι ως σεναριογράφος αλλά κι ως αίσθηση του μοντάζ.

Η ΠΙΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΟΛΙ ΜΑΚΙ

Και για να μη θεωρηθεί ότι μετέτρεψα εντελώς την ανταπόκριση από το Φεστιβάλ σε κριτική ταινίας της εβδομάδας (ΚΑΙ ΔΕΝ ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ ΓΙ ΑΥΤΟ) βάζω και μια ακόμα από το χτεσινό πρόγραμμα στη Θεσσαλονίκη, το «Η πιο ευτυχισμένη μέρα του Ολι Μάκι». Κι αυτή την έχουμε στα Ευρωπαικά , κι επίσης αποτελεί υποβολή της ΦΙΝΛΑΝΔΙΑΣ για το ξενόγλωσσο Οσκαρ.

 

ΓΙΟΥΧΟ ΚΟΥΟΣΜΑΝΕΝ λέγεται ο σκηνοθέτης κι έχει κάνει ταινία πυγμαχίας. Μαυρόασπρη. Αναφορά στο “Οργισμένο είδωλο» και παλιά εξαίρετα φιλμ του παλιού καλού Χόλυγουντ όπως ο «Champion» του Μαρκ Ρόμπσον με τον Κερκ Ντάγκλας ή το «Εμείς οι ζωντανοί» του Ρόμπερτ Γουάιζ με τον Πολ Νιούμαν; Θα μπορούσε να ισχύει και να μην πρόκειται μόνο για ευκολία της κριτικής που την προκαλεί ωστόσο κι η ίδια η ταινία. Αν και θα έλεγα ότι οι αναφορές στα φιλμ που σημείωσα έχουν να κάνουν μάλλον με το μαυρόασπρο διότι η ταινία έχει αρκετά στοιχεία από το «Ρόκυ» με πρώτη και καλύτερη τη γυναικεία παρουσία που είναι μια άλλη «Αντριαν» η οποία συμπαραστέκεται στον ήρωα. Κι ο ήρωας είναι υπαρκτό πρόσωπο κι αλα Ρόκυ κι αυτός δεν ενδιαφέρεται ακριβώς να νικήσει αλλά να….Ας μην πω άλλα διότι η ταινία θα προβληθεί και στις ελληνικές αίθουσες κάποια στιγμή. Προσωπικά θα σημείωνα ή θα επισήμαινα ότι κι από ατμόσφαιρα κι από ρυθμό κι από άνθρωπο, η ταινία τα πάει καλά αλλά ότι με ξεπέρασε ως ταινία πυγμαχίας, όχι δεν με ξεπέρασε. Πάντως κι αυτή σημειώνεται για το μέλλον της, κυρίως εξαιτίας του υπέροχου φινάλε της που δεν είναι μόνο κινηματογραφικής αξίας αλλά κι ανθρώπινης επιλογής. 

«18 ΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΥΒΑ»:5- BODEGUITA DEL MEDIO, Η ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ, ΤΟΥ ΜΟΧΙΤΟ , ΤΗΣ ΓΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΙ

$
0
0

Το νυχτέρι στην Αβάνα ξεκινά από την «BODEGUITA DEL MEDIO», «La bodeguita del medio», την «αποθηκούλα (ή την..."ταβερνούλα") στη μέση του δρόμου». ΚΙ είναι αφετηρία πολλαπλή. Από τη μια σε οδηγεί στα νυχτοπερπατήματα της κουβανικής πρωτεύουσας κι από την άλλη σε πάει κατευθείαν στον ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΙ, που γίνεται νυχτερινός (αν θέλεις και ημερήσιος) οδηγός σου. Και βέβαια και στο ΜΟΧΙΤΟ.

 

Κι από το ένα στέκι στο άλλο πληροφορείσαι που πήγαινα και τα έπινε ο Ερνεστ Χεμινγουέι, ο οποίος, όπως είχα γράψει σε αρχικό σημείωμα, είναι το τρίτο πρόσωπο που τιμάται στην Κούβα μετά τον Φιντέλ και τον Τσε, υπό τον κοινό παρονομαστή που λέγεται Χοσέ Μαρτί ενώ κάπου πιο διακριτικά στο περιθώριο στέκει ο ΚΑΜΙΛΟ ΣΙΕΝΦΟΥΕΓΚΟΣ τον οποίο τον «ανακαλύπτεις» μέρα, όταν θα επισκεφτείς το ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ.

Η νύχτα όμως θέλει Χεμινγουέι. Διότι ο μεγάλος όχι μόνο μετέβαλε σε αξιοθέατα τα στέκια που σύχναζε αλλά επέβαλε και τα ποτά στα οποία το καθένα του άνοιγε και διαφορετικά την όρεξη. Ετσι, σήμερα στην Κούβα, πηγαίνουμε στην «Bodeguita» για το καλύτερο, κατά τον Χεμινγουέι, ΜΟΧΙΤΟ, τις επόμενες βραδιές θα πάμε  στην «FLOREDITA για το καλύτερο ΝΤΑΚΙΡΙ και στο ξενοδοχείο ΝΑΣΙΟΝΑΛ, που βρίσκεται στη Μαλεκόν και δεν ήταν ακριβώς «νυχτερινό» στέκι του, για την μοναδική ΠΙΝΑ ΚΟΛΑΔΑ του. Μόνο για το  CUBA LIBRE δεν είχε εκφραστεί περιέργως ο νομπελίστας πότης κι εγώ το καλύτερο το ήπια όχι στην Αβάνα αλλά στο ΤΡΙΝΙΝΤΑΝΤ!!!

Η πρώτη βραδιά λοιπόν δεν γίνεται να μην ξεκινήσει από την «Bodeguita» , έστω και συμπτωματικά.

Στο κέντρο της παλιάς πόλης, της κλασικής δηλαδή Αβάνας, σε ένα στενοσόκακο, που δεν είναι και καλά φωτισμένο, κι όταν πρόκειται για την πρώτη σου νύχτα και δεν γνωρίζεις καλά το μέρος, όπως είναι φυσικό, μπορεί και να «αγριευτείς» λίγο. Δεν υπάρχει τίποτα για να αγριευτείς επί της ουσίας, μόνο  το λιγοστό φως και τα φτωχόσπιτα ή φτωχομάγαζα κι οι άνθρωποι που κάθονται ήσυχα -ήσυχα όπως στο κατώφλι των ελληνικών λαικών συνοικιών στα χρόνια του ’50 και του ΄60 όπου κι εκεί ο φωτισμός των δρόμων δεν ήταν αυτό που λέμε άπλετος.

Επειδή, όμως, ακόμα δεν ξέρεις, αισθάνεσαι «κάπως». Αλλά αυτό το κάπως» είναι περισσότερο του μυαλού. Και το καταλαβαίνεις γρήγορα. Κι όσο πλησιάζεις πληθαίνουν τα μικρομάγαζα, τα οποία έχουν το δικο τους φως και τα οποία δουλεύουν εως αργά πουλώντας ως επί το πλείστον είδη για τουρίστες και από παντού ξεχύνεται μουσική. Cubana. Κι εσύ, ακούγοντας τους ήχους πρώτα «φτιάχνεσαι», ύστερα συνειδητοποιείς και μετά λες «που βρίσκομαι».

Τα στενά σοκάκια, τη νύχτα είναι γενικώς φοβιστικά. Και σίγουρα αν δεν βαδίζεις προς κάποιο προορισμό συγκεκριμένο, επιθυμείς να τα αποφύγεις διότι ποτέ δεν ξέρεις.

Ωστόσο στις επόμενες μέρες που θα κυκλοφορήσεις στα ίδια μέρη θα καταλάβεις- με της μέρας τα μάτια που λέμε- ότι δεν είχες βρεθεί σε ύποπτο συνοικισμό ενώ στις επόμενες νύχτες που αρχίζεις κι εξοικειώνεσαι θα διαπιστώσεις την έντονη παρουσία της Αστυνομίας με σκυλιά εκπαιδευμένα που βγαίνουν να «μυρίσουν». Ωστόσο, σε κάποια στενοσόκακα κάποιες συναλλαγές γίνονται. Και το ότι κυκλοφορεί ο «μπάφος» το διαπιστώνει κανείς όταν βολτάρει νύχτα τη Μαλεκόν, όπου…. μοσχοβολούν οι γειτονιές. Αρα, επισήμως οι αστυνομικοί κυκλοφορούν στην παλιά πόλη με τα σκυλιά κι από την άλλη κυκλοφορεί ο μπάφος ανέμελος, καθότι η παρα-οικονομία έχει κι αυτή τις προσφορές της και τις απαιτήσεις της.

Κάπου εκεί λοιπόν, καθώς προχωράμε στο στενοσόκακο, είναι κι η «Bodeguita». Μικρό μαγαζί, ήταν κάποτε μπακάλικο και την εικόνα του παλιού μπακάλικου διατηρεί. Μπροστά υπάρχει ένας χώρος ξεχωριστός για τα ποτά, κι από διπλανή πόρτα σε οδηγεί στους πίσω χώρους, που κι αυτοί είναι μικρής χωρητικότητας κι εκεί λειτουργεί το εστιατόριο.

Και μπαίνοντας σε αυτό τον χώρο που είναι για να πάρεις τα ποτά, σε περιμένουν κι οι μουσικοί. Κι αυτό είναι μια εικόνα που θα την δεις να επαναλαμβάνεται από όπου κι αν περάσεις στην Αβάνα και στην υπόλοιπη Κούβα, είτε μέρα είτε νύχτα, είτε πρόκειται για μπαρ είτε για «καφέ» είτε για «café restaurant» είτε για σκέτο «restaurant». ΟΛΑ ΤΑ ΜΑΓΑΖΙΑ είτε έχουν δική τους ορχήστρα είτε περνούν κάθε τόσο πλανόδιοι μουσικοί και στήνουν αυτοί το πρόγραμμα.

Είτε στη μία περίπτωση είτε στην άλλη, έρχονται μετά και σου πουλούν τα cdτους, με τα τραγούδια και τα ορχηστρικά που παίζουν δηλαδή στο πρόγραμμα με τα οποία σε «μέθυσαν», και τα πωλούν στην τιμή των δέκα πέσος (δέκα ευρώ περίπου) είτε, αν δεν θέλεις να αγοράσεις σου λένε με τον τρόπο τους το «ό,τι προαιρείστε» .

Γι αυτό και μίλησα στην αρχή του κειμένου για «αφετηρία». Ναι, η «Bodeguita»-και τώρα που το σκέφτομαι που έχει αρχίσει να καταλαγιάζει μέσα μου- είναι αφετηρία.

Μπαίνεις λοιπόν σε αυτήν την «ταβερνούλα» στον μπροστινό χώρο και φυσικά θα πας απευθείας να παραγγείλεις το «Μοχίτο» υπό τους ήχους των Κουβανών οργανοπαιχτών Και υπό τη δεσπόζουσα φυσιογνωμία του Χεμινγουέι να σε…. εποπτεύει.

5 πέσος κοστίζει το μοχίτο….ααααχχχχχχχχχ!

Τι γεύση είναι αυτή! Η συνταγή είναι ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ. Μου την έδωσαν. Πάρτε χαρτί και μολύβι και σημειώστε: 2 δόσεις ρούμι, αυτό που λέμε μεζούρες του μπαρ. Λάιμ (κι όχι κίτρινο λεμόνι) που να είναι κομμένο σε μικρά τεμάχια, ΜΕΝΤΑ (κι όχι δυόσμο), φυλλαράκια εννοείται, πάγο θρυμματισμένο που τιγκάρουμε με αυτόν το σωληνάτο ποτήρι, σιρόπι ζάχαρης σε μισή μεζούρα και βάζουν και σόδα.

Βέβαια, είναι και το ρούμι εκπληκτικό που αποτελεί τη βάση κι ομολογώ ότι εκεί στην ουσία το ανακάλυψα ως ποτό καθαρό (!!!) – το τονίζω διότι στην Ελλάδα έχω πέσει πολλάκις σε «μπόμπες» (στην Αβάνα, μου είπαν, ακόμα και το πιο φτηνό, παραμένει ρούμι κι όχι κάτι άλλο αν κι υπάρχουν και κάποια της απόλυτης εξαθλίωσης που εγώ όμως δεν είδα ούτε άκουσα τίποτα, ίσως αυτά να κυκλοφορούν σε περιοχές λίαν εξαθλιωμένες που δεν έφτασα κι αν έφτασα σίγουρα δεν δοκίμασα να πιώ). Πλατάγισμα της γλώσσας, οι Κουβανοί να παιανίζουν τα όργανα τους, κόσμος να μπαίνει κόσμος να βγαίνει στο «μπακαλικάκι» και το «Μοχίτο» να ανοίγει την όρεξη. Φυσικά και θα φάμε εκεί.

Πως ήταν στην Ελλάδα, για όσους έχουν μνήμες, τα συνοικιακά μπακάλικα που είχαν πίσω και ταβέρνα; Κάπως έτσι είναι κι αυτό, όμως λίγο μεγαλύτεροι οι χώροι κι έχουν ανοίξει και τον επάνω όροφο, δίπατο το κτίριο, που παλιά, από ό,τι φαίνεται δεν θα ίσχυε κάτι τέτοιο. Μόνο που μπαίνοντας σε αυτό το πίσω μέρος της ταβέρνας πιά, ενώ υπάρχει η απόλυτη επικοινωνία με το μπροστά, εξου κι οι μουσικοί έρχονται και παίζουν  και την ώρα που τρως, μπαινοβγαίνουν δηλαδή, τρελαίνεσαι με τις φωτογραφίες. Σαν να είσαι στο «Alfredo» στη Ρώμη, με τους τοίχους καλυμμένους από όσους πέρασαν  από κει, με τον άρχοντα  Χεμινγουέι πάντα σε πρώτο πλάνο. Όμως εδώ παρεισφρέουν κι άλλες ξεχωριστές φυσιογνωμίες, από ΣΑΛΒΑΤΟΡ ΑΛΙΕΝΤΕ και ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ και ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΖ μέχρι ΝΑΤ ΚΙΝΓΚ ΚΟΟΥΛ αλλά και ΚΛΑΟΥΝΤΙΑ ΚΑΡΝΤΙΝΑΛΕ, όλοι αυτά σε αγκαλιές και γέλια με τους σερβιτόρους και τους ψήστες της «Bodeguita», όλοι αυτοί εξ αιτίας του «ανάδοχου»-υπερ-πότη Χεμινγουέι που το έκανε τόσο γνωστό.

Το φαγητό είναι τυπικό κουβανέζικο.

Να σας πω ότι το φαγητό στην Κούβα είναι περιορισμένο σε ποικιλίες και του λείπει η φαντασία. Όχι, δεν έχει να κάνει μόνο με το «τρώνε για να συντηρηθούν», διότι και στην Ιταλία, το φαί του φτωχού είναι που έγινε διάσημο στα πέρατα της Οικουμένης, ό,τι περίσσευε στην κάθε φτωχή νοικοκυρά μεταβαλλόταν σε πίτσα , σε μακαρονάδες με ζαρζαβατικά που παρήγαγε ο τόπος κι αν δεν είχε ούτε από αυτά έβαζε σκόρδο και λάδι κι έφτιαχνεπάλι ένα ποίημα κλπ. Στην Κούβα κατάλαβα πως στερούνται φαντασίας στη μαγειρική. Οπως επίσης  μου έκανε εντύπωση κατά την 18ήμερη παραμονή μου στη χώρα πως δεν έχουν γλυκά. Τέτοια παραγωγή ζάχαρης και να μην φτιάχνουν γλυκά που να «φυσάνε». Μου φάνηκε περίεργο.

Το τυπικό φαγητό στην Κούβα, που το φτιάχνουν πολύ ωραία στην «Bodeguita», είναι η «τηγανιά» που λέμε εμείς με κομματάκια χοιρινού (όπου το χοιρινό το κάνουν ωραιότατα σε όλο το νησί)  , που συνοδεύεται από πράγματα όχι μόνο που παράγει ο τόπος αλλά και που έθρεψαν τον πληθυσμό σε όλες τις δύσκολες φάσεις, τόσο στο παρελθόν όσο και στην ζοφερή πενταετία 1991-96. Κι αυτά είναι ρύζι, που το κάνουν όπως κι οι Κινέζοι κι έχει  ορυζώνες η Κούβα (όχι σαν κι εκείνους της Κίνας!) που τους είδα στις διαδρομές μου όταν άρχισα τις εξορμήσεις στην ενδοχώρα, φασόλια σαν τα δικά μας τα μαυρομάτικα σε μια πηχτή σάλτσα και τηγανητές μπανάνες! Και το ρύζι και τα φασόλια φτάνουν για να τραφεί ο άνθρωπος σε πρώτη δόση κι έχουν τραφεί λαοί με τέτοια πράγματα , η δε τηγανητή μπανάνα σαφώς και καλλιεργείται ως κουζινική ιδέα διότι ο τόπος δεν παράγει πατάτες ενώ αντίθετα οι μπανάνες αφθονούν. Η μπανάνα, έτσι όπως την τηγανίζουν, τη φλούδα της δηλαδή , σε ξεγελά σαν να επρόκειτο για τηγανιστή πατάτα (όχι εμένα όμως που η τηγανιτή πατάτα είναι το μοναδικό πράγμα στο οποίο σπάνε οι αντιστάσεις μου ή, αν θέλετε, τις αφήνω ελεύθερες να κάνουν ό,τι θέλουν). Επίσης, στην «Bodeguita» ήταν καλό και το μοσχαρίσιο φιλέτο, που δοκίμασαν άλλοι της παρέας, με τα ίδια συνοδευτικά ήτοι ρύζι-φασόλια-τηγανιτή μπανάνα. Και για ποτό ή συνεχίζουμε με το «Μοχίτο», που ταιριάζει μια χαρά ή δοκιμάζουμε για πρώτη φορά τις δύο διαφορετικές μπύρες που θα μας συντροφέψουν σε όλο το ταξίδι, την ελαφριά «Crystal» και την πιο «μάτσο» «Bucanero» με σήμα τον πειρατή.

Όταν λέω ότι η «Bodeguita del medio» είναι ΑΦΕΤΗΡΙΑ, δεν το λέω κουτουράδα.

Εφαγες; Γύρνα τώρα στο μπαρ, στο «μπακαλικάκι», τρία μέτρα από το τραπέζι σου και συνέχισε τα «μοχίτο». Κι άντε μετά να σε δω πως θα σε πάνε! Δεν πιστεύω να θες να συνεχίσεις μετά κι αλλού διότι κάπως πρέπει να γυρίσεις και στο ξενοδοχείο!

Εχουμε κι άλλες νύχτες μπροστά μας και για τα υπόλοιπα. Πρέπει όμως αύριο να δούμε την Αβάνα και μέρα!

 

 

 

«Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ» (The accountant): ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ

$
0
0

Ο «Λογιστής», που συνεχίζει ακάθεκτος στις αίθουσες, διαθέτει ΕΥΡΗΜΑ κι αυτό τον κάνει διαφορετικό από άλλες ταινίες του ψυχαγωγικού σινεμά που έχουμε δει μέχρι τώρα.

 

Το «εύρημα» είναι η ανανέωση του είδους με ένα διαφορετικό ήρωα. «Είδος» εδώ είναι η περιπέτεια δράσης με αστυνομική πλοκή ενώ ο  «ήρωας» είναι  διαφορετικός από αυτούς που έχουμε δει στο είδος εσχάτως και για μεγάλο διάστημα.

 Κι είναι αυτιστικός. Ενας αυτιστικός που τον παρακολουθούμε σε παράλληλη δράση από την παιδική του ηλικία με όλες τις ιδιαιτερότητες της περίπτωσης του και το πως μεγαλώνοντας καταλήγει να γίνει μέγας και τρανός λογιστής με συμπεριφορά IQπολλών μεγατόνων. Τόσων μεγατόνων ώστε να ανακατευτεί σε βρώμικες υποθέσεις ξεπλύματος μαύρου χρήματος στις οποίες καθοδόν θα δούμε να μην είναι τα πράγματα όπως φαίνονται αλλά να κρύβουν και δυνατές αποκαλύψεις.

Από το σενάριο λοιπόν ξεκινάμε κι αυτό που οφείλουμε να επισημάνουμε είναι πως ο σεναριογράφος ΜΠΙΛ ΝΤΥΜΠΟΥΚ αλλά κι ο σκηνοθέτης ΓΚΑΒΙΝ Ο’ΚΟΝΟΡ δεν ξεχνούν ποτέ για τι είδους ταινία φτιάχνουν αυτό τον ήρωα. Με ευρηματικό τρόπο μεταφερόμαστε μια στο τώρα και μια στην παιδική ηλικία όπου μέσα από αυτά ολοκληρώνεται ο ήρωας και δικαιολογούνται κι οι πράξεις.

Βέβαια, το τονίζω ότι είναι ήρωας για να χρησιμοποιηθεί σε αυτό το είδος. Πάντως προλαβαίνουν και φτιάχνουν ένα κάποιο πορτραίτο και το δένουν ικανοποιητικά με την πλοκή.

Ωστόσο, στο τέλος παρατηρούμε και μια «blockbuster- ιά» στην αντιμετώπιση της λύσης αλλά είναι κι αυτό δικαιολογημένο αφού αυτός ο τρόπος είναι σήμερα κυρίαρχος στο ψυχαγωγικό σινεμά και δεν αφορά μόνο στο Χόλυγουντ αλλά και σε ανάλογες γαλλικές καθώς και ισπανικές ταινίες. Ακολουθούν τη γραμμή blockbuster κι όχι τη γραμμή μιάς ανάλογης αστυνομικής περιπέτειας με ιδιαίτερο ήρωα που θα έκανε το παλιό, καλό Χόλυγουντ των χρυσών δεκαετιών.

Όμως κι εδώ, μέχρι το τέλος, προσπαθούν να κρατούν τις ισορροπίες. Ενώ η λύση του αστυνομικού ζητήματος μας φαντάζει λίγο εξωφρενική και τραβηγμένη από τα μαλλιά (η blockbuster-ιά που λέγαμε…) παράλληλα κάνει και μια θαυμάσια αποκάλυψη , με την οποία ολοκληρώνεται και το θέμα του αυτισμού , στα πλαίσια πάντα του είδους. Το έχουν δουλέψει κι έχουν ασχοληθεί αρκετά, όπως φαίνεται.

Από κει και πέρα, ως ψυχαγωγική ταινία πόσο ικανοποιεί τον καθένα είναι ένας άλλος λογαριασμός

Εδώ αρχίζουν και παρεισφρέουν οι συμπληρωματικοί παράγοντες. Οσοι συμπαθούν τον ΜΠΕΝ ΑΦΛΕΚ θα το δουν θετικά. Οσοι τον αντιπαθούν, δεν θα θελήσουν να δουν τις καινοτομίες οπότε γιατί πήγαν σε είδος που σνομπάρουν με πρωταγωιστή που αντιπαθούν- δική τους η ευθύνη. Ο τρίτος δρόμος, που είναι αυτός τον οποίο οφείλω να ακολουθήσω ως κριτικός αλλά δεν παύω να είμαι κι άνθρωπος, δηλαδή θεατής, είναι πως ο Αφλεκ σαφώς και κάνει μιά προσπάθεια του στυλ «κάτι να παίξει». Μεταξύ μας δεν παίζει τίποτε επί της ουσίας, το πρόσωπο του που αντέχει στο φακό, παραμένει όπως και σε άλλες ταινίες, αλλά η εξυπνάδα του και οι κινηματογραφικές του γνώσεις τον βοηθούν να έχει συναίσθηση δυνατοτήτων , να ξέρει μέχρι ποιού σημείου μπορεί να φτάσει κι εδώ φαίνεται πως υπάρχει καλή συνεργασία με τον σκηνοθέτη. Όχι δεν έχει μεταβληθεί σε ηθοποιό μεγάλων δυνατοτήτων, όμως, ξέρει έξυπνα κι ανταποκρίνεται, με τον σκηνοθέτη να παρακολουθεί και το μοντάζ να είναι έτοιμο ανά πάσαν στιγμήν  να «κόψει» τις κακοτοπιές…

Ναι, δεν έχει καμία σχέση με τον αυτιστικό του Ντάστιν Χόφμαν στον «Ανθρωπο της βροχής» αλλά δεν είναι μόνο οι υποκριτικές δυνατότητες ανάμεσα στους δύο ηθοποιούς που διαφέρουν, είναι ότι πρόκειται και για άλλου τύπου αυτιστικό, για διαφορετική ταινία, για άλλο είδος. Συνεπώς είναι μη συγκρίσιμα πράγματα κι αδικούμε έτσι και τους δύο.

Είναι όλη η ταινία πάνω του αλλά έχει προσληφθεί και καλό cast μολονότι από ρόλους δεν κερδίζει κανείς πολλά, περισσότερο κερδίζουν οι ρόλοι που είναι ίσα ίσα σκιαγραφημένοι, από τη βαρύτητα κάποιων ηθοποιών όπως του ΤΖ,Κ.ΣΙΜΜΟΝΣ ή του ΤΖΟΝ ΛΙΘΓΚΟΟΥ που είχα καιρό να τον δω σε μεγάλη παραγωγή του σινεμά ή του ΤΖΟΝ ΜΠΕΡΝΤΑΛ που για δεύτερη φορά μου κάνει εντύπωση η φυσιογνωμία του μετά το «SICARIO», όπου κι εκεί έπαιζε μικρό ρόλο αλλά σαν να υποχρέωνε να τον προσέξουμε.  Η ΑΝΝΑ ΚΕΝΤΡΙΚ έχει κάποιο ταλεντάκι αλλά είναι λίγη για «παρτενέρ» πρωταγωνιστή σε τέτοιου είδους ταινία κι αυτός ο τρόπος ομιλίας  σαν να «κεκεδίζει», που συναντάται σε πολλούς και πολλές καθώς παίζουν και καλά μια συγκεκριμένη μέθοδο, δεν κάνει τον λόγο τους συμπαθή.

Ως θεατή, δεν με ξετρέλανε η ταινία, έχω δει πάρα πολλές κι αυτού του είδους που το αγαπώ κιόλας όπως αγαπώ και το παλιό αμερικάνικο σινεμά, αλλά από την άλλη, επειδή τα πράγματα έχουν αλλάξει, μπορώ να δω τις τάσεις ανανέωσης που περιγράφω, οι οποίες αντικειμενικά ισχύουν και για πολλούς θεατές η ταινία, χάρη σε αυτά γίνεται πολύ πιο ικανοποιητική.

Το τεχνικό κομμάτι της ταινίας δεν χρειάζεται σχόλια, τα ξέρουν αυτοί που τα έκαναν όχι απλώς καλύτερα από μας που θα  πάμε να τους κάνουμε και κριτική, μα και λίγο παραπάνω.. Αρχίζοντας από τη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ του ΣΗΜΟΥΣ ΜΑΚΓΚΑΡΒΕΥ ως τα σκηνικά και τις επιλογές των χώρων του ΚΙΘ ΚΑΝΙΝΓΚΑΜ που υπέδειξαν και το χρώμα το οποίο για μια ακόμα φορά έχει ζοφερές τάσεις, όπως και σε άλλες του ταινίες, κυρίως στις συνεργασίες με τον Ντέηβιντ Φίντσερ.

 

 

 

«ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ» (Under the shadow): H ΤΕΧΕΡΑΝΗ ΓΙΝΕΤΑΙ …POLTERGEIST

$
0
0

Πολύ ιδιαίτερη και πρωτότυπη ως ένα βαθμό ταινία είναι το «ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ» του νεαρού Ιρανού σκηνοθέτη ΜΠΑΜΠΑΚ ΑΝΒΑΡΙ κι ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως διεκδικεί θέση στην πεντάδα του ξενόγλωσσου ΟΣΚΑΡ ως εκπρόσωπος του…. ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ.

 

Όπως πέρσι η Γαλλία είχε στείλει ένα καθαρώς τουρκικό φιλμ να την εκπροσωπήσει, τις «Ατίθασες» βρίσκοντας τη φόρμουλα περί γαλλικής χρηματοδότησης, κάπως έτσι φέτος και το Ηνωμένο Βασίλειο επιλέγει ένα ιρανικό, από Ιρανό με Ιρανούς που διαδραματίζεται στο Ιραν εξ ολοκλήρου κι έχει και ιρανική υπόθεση.
Το είδος όμως φαίνεται πως αντιπροσωπεύει τη Μεγάλη Βρετανία και το γεγονός πως ο σκηνοθέτης προφανώς θα διαμένει μόνιμα(;) εκεί..

Με τις διεθνείς συμπαραγωγές έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα αρκετά τελευταία χρόνια καθώς και με φυγάδες ή πρόσφυγες σκηνοθέτες που έχουν καταφύγει στη Δύση, τα σύνορα όλο κι αμβλύνονται και μένει μόνο η γλώσσα να δικαιολογεί την ύπαρξη του βραβείου που ορίζεται ως «ξενόγλωσσης» ταινίας, δηλαδή να μην μιλά αγγλικά.  

Το είδος κι η πρωτοτυπία είναι προφανώς που έκαναν την σχετική επιτροπή της Μεγάλης Βρετανίας να την ορίσει την ταινία ως εκπρόσωπο και το είδος είναι το «ΘΡΙΛΕΡ».

Μόνο που καθ’οδόν εξελίσσεται σε κάτι τέτοιο μια και στο ξεκίνημα έχουμε την εντύπωση ότι παρακολουθούμε ένα δράμα. Ένα δράμα στον πόλεμο. Στον πόλεμο Ιραν-Ιράκ που κράτησε πολλά χρόνια κι η ιστορία τοποθετείται στο 1988, σε ένα προάστιο της Τεχεράνης, σε μια πολυκατοικία, όπου έχουμε για ηρωίδια μια νέα γυναίκα που οριστικά την αποβάλλουν από το Πανεπιστήμιο και δεν της επιτρέπουν να συνεχίσει τις σπουδές της, επειδή κάποτε συμμετείχε σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις ως αριστερή. Οι Ιρακινοί ετοιμάζονται να βομβαρδίσουν την Τεχεράνη, ο άνδρας της που η συνεχής δυσθυμία της τον έχει κουράσει, προσπαθεί να την πείσει να πάρει την κόρη τους και να πάνε να μείνουν στους γονείς του ενώ εκείνος επιστρατεύεται ως γιατρός  και φεύγει για το μέτωπο.

Παρακολουθούμε το δράμα, την αγωνία, τις σχέσεις των ανθρώπων στην πολυκατοικία που διαμένουν, την σκληρή εποπτεία του καθεστώτος αλλά και την απειλή του βομβαρδισμού από τον εχθρό κι έχουμε μπεί στο κλίμα, ο σκηνοθέτης δείχνει ικανότατος στο δράμα, στην ένταση, στην κλιμάκωση, στην κορύφωση, ξέρει τους νόμους του σινεμά και το δείχνει.

Λίγο λίγο, όμως, μπαίνει στην υπόθεση κι ένα άλλο στοιχείο, το ότι η μικρή κόρη συνομιλεί με κάποια αόρατη δύναμη. Μια δύναμη που εξελίσσεται κι αυτή σε απειλητική και που θα κλιμακωθεί όταν φύγουν κι οι τελευταίοι ένοικοι της πολυκατοικίας και μείνουν ολομόναχες η πεισματάρα ηρωίδα με το κοριτσάκι της. Και τότε θα ζήσουν τον εφιάλτη.

Ο σκηνοθέτης το έχει καταφέρει τέλεια αυτό που θέλει αλλά…. Μέχρις ενός σημείου. Οσο το έργο μένει στην κατηγορία του δράματος, θαυμάζουμε ένταση και κλιμάκωση, σεναριακή γραφή, τις πληροφορίες όπως μπαίνουν με σωστή δοσολογία και πάνε το έργο παρακάτω ανεβάζοντας και το ενδιαφέρον του θεατή.

Όταν μπαίνουμε στο θρίλερ, πάλι ομαλά έχει γίνει η διεξαγωγή διότι τα στοιχεία έχουν μπει λίγα λίγα,μας έχουν εξάψει την περιέργεια κι επειδή υπάρχουν χαρακτήρες, αυτά έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.

Και πάμε στο δεύτερο μέρος όπου τότε το θρίλερ αγριεύει διότι στη μέση του έργου, στο διάλειμμα φτάνεις στο σημείο να αναρωτηθείς «γιατί το διαφημίζουν ως θρίλερ ενώ είναι ένα δράμα αγωνίας σε μια πόλη που απειλείται με βομβαρδισμό;».

Το δεύτερο μέρος σου ακυρώνει την αναρώτηση με το ξεκίνημα του, καταλαβαίνεις ότι πράγματι είναι θρίλερ ή ότι εξελίσσεται σε θρίλερ και μάλιστα καθαρόαιμο κι ότι από το «Όχι χωρίς την κόρη μου» (ένα δράμα στο Ιραν με την Σάλλυ Φηλντ που το παρεξήγησαν ηθελημένα οι γνωστοί άγνωστοι) μεταφερόμαστε στο «Poltergeist» αφού η πολυκατοικία με την ηρωίδα και το κοριτσάκι της θα γίνουν τόπος επίθεσης φαντασμάτων κακόβουλων. Εχουν ειπωθεί στη διάρκεια του έργου κάποια πράγματα για τα «τζίνια», έχουμε πάρει και πληροφορίες σχετικά με αυτά και το κατά πόσο είναι εκδικητικά πνεύματα αλλά….αλλά….

Ενώ λοιπόν είναι εξαιρετικά γυρισμένο και γραμμένο από τον σκηνοθέτη-σεναριογράφο το σταδιακό πέρασμα από το ένα είδος στο άλλο, κι ενώ ξενίζει κάπως αυτός ο συνδυασμός, αυτό το πάντρεμα αν θέλετε των δύο στοιχείων, ωστόσο κερδίζει το στοίχημα, στο τέλος δεν εκπληρώνει τον σκοπό του. Κι αυτό το χρεώνω στη σεναριακή πλευρά του «δημιουργού» κι όχι στη σκηνοθετική φυσικά (για να ξέρουμε και τι λέμε!, για να ξέρουμε τι είναι το ένα και τι είναι το άλλο) διότι στην μετατροπή του σπιτιού σε εστία poltergeist τα πράγματα έμειναν στον αέρα. Ακόμα και σε ένα θρίλερ, αν θέλει να είναι καλό θρίλερ, υπάρχει μια εξήγηση για τα σεναριακά στοιχεία , ακόμα και στην περίπτωση που όλα έχουν να κάνουν με το μεταφυσικό. Η σεναριακή εξήγηση είναι πάντα οφειλόμενη. Στο «Poltergeist» για παράδειγμα, όλο αυτό το όργιο με την εκδικητικότητα των κακών πνευμάτων εξηγείτο, δεν έμενε στον αέρα, είχε να κάνει με το αποκαλυφθέν στοιχείο ότι το σπίτι είχε κτιστεί πάνω σε νεκροταφείο με καταπάτηση γης και συμβολαίων και τα πνεύματα έπαιρναν εκδίκηση. Εδώ μένουμε στο ότι πράγματι στο σπίτι επιτέθηκαν «τζίνια». Δεν έδεσαν ποτέ με το θέμα, γιατί σε αυτό το σπίτι, τι ήταν αυτά τα τζίνια, ποιόν είχαν στο στόχαστρο, δεν τους δόθηκε καν μεταφυσική πολιτική εξήγηση.

Στη σεναριακή βαθμολογία μου αυτό αποτελεί «φάουλ». Στη σκηνοθετική βαθμολόγηση τα πάντα βαίνουν αρίστως αλλά θεωρώ ότι χρειάζονται δύο βαθμολογητές σε αυτή την εξέταση καθώς κι ένας τρίτος επόπτης που θα είναι η Ακαδημία κι η υποψηφιότητα για το Οσκαρ, στο κατά πόσο αυτή η σεναριακή τρύπα του φινάλε επιδρά καταλυτικώς στο σύνολο της εξαίρετα σκηνοθετημένης ταινίας.

 

 

«SNOWDEN»: ΤΗΣ ΛΕΙΠΕΙ Η ΔΥΝΑΜΗ ΚΙ ΟΜΩΣ ΕΛΚΥΕΙ

$
0
0

Για την ταινία του ΟΛΙΒΕΡ ΣΤΟΟΥΝ ο λόγος για την οποία καθυστέρησα να γράψω, ακριβώς επειδή ελκύει! Στο ξεκίνημα της , η ουρά στο ταμείο του κινηματογράφου έστριβε ως την διπλανή πολυκατοικία και δεν μπόρεσα να μπω (διότι πηγαίνω ως κανονικός θνητός στα σινεμά), ύστερα έφυγα για Θεσσαλονίκη κι όταν επέστρεψα από το Φεστιβάλ, η ταινία βρισκόταν στη δεύτερη εβδομάδα της κι ο ίδιος κινηματογράφος ήταν πάλι τιγκαρισμένος και δεν βρήκα την αναπαυτική θέση που ήθελα, ωστόσο την είδα.

 

Αυτό το σημειώνω επειδή το έργο στερείται ενός στοιχείου, ίσως βασικού, για την προσέλκυση κοινού, που, τελικώς αποδεικνύεται «δευτερεύον» κι αξίζει να το κοιτάξουμε και να το αναλύσουμε όσο μπορούμε.

Και για να έχει αυτή την ανταπόκριση του κοινού σημαίνει ότι αν όχι σωστά, σίγουρα πάντως μελετημένα, ενήργησε ο ΟΛΙΒΕΡ ΣΤΟΟΥΝ στο πως ήθελε να κάνει αυτή η ταινία, πως ήθελε να είναι αυτή η ταινία.

Της λείπει το στοιχείο της δύναμης.

Η δύναμη στα έργα, αξίζει εδώ να ειπωθεί, δεν προέρχεται από το θέμα αλλά από τους χαρακτήρες, από το κατά πόσο το θέμα, το οποιοδήποτε θέμα, περνά στις προσωπικές σχέσεις, φτιάχνει σύνθετους χαρακτήρες, τους οδηγεί σε σύγκρουση με το περιβάλλον ή με τους εαυτούς τους και τελικώς αυτό στο οποίο αναφέρεται γίνεται καθοριστικό για τον άνθρωπο.

Ο Ολιβερ Στόουν που ως καλός σεναριογράφος και καλός σκηνοθέτης έχει φτιάξει στο παρελθόν, στις μεγάλες ταινίες του σκηνές δυνατές, που δείχνουν τον άνθρωπο παγιδευμένο μέσα στο πρόβλημα που θίγει το έργο, εδώ απλώς το υποδεικνύει. Τόσο…. Όσο…

Την ιστορία του Σνόουντεν που «χάκαρε»  τα μυστικά των Ηνωμένων Πολιτειών και τελικά απολαμβάνει ασύλου στη Ρωσία για να μην τον βρουν και τον καταδικάσουν για εσχάτη προδοσία, το επεξεργάζεται με βάση τα γεγονότα.

Τον ενδιαφέρει δηλαδή και πάλι να φτιάξει ένα έργο σαν ντοκουμέντο όπου εδώ το ντοκουμέντο είναι το απόλυτο ζητούμενο. Το εντελώς αντίθετο του «Νίξον» δηλαδή όπου εκεί την είχε δει κάπως σαν Σαίξπηρ κι ήθελε να δώσει διαστάσεις σαιξπηρικού, μεγαλειώδη ήρωα υψηλών τόνων κι αντιφάσεων

 Ετσι, με την ιστορία του ήρωα και της κοπέλας δεν νιώθουμε , διότι δεν υπάρχουν οι ανάλογες σκηνές, μια δραματική υπερεκχείλιση στις σχέσεις τους για αυτά που συμβαίνουν στον ήρωα, λείπει μια σκηνάρα ας πούμε σαν κι εκείνη στο «Εξπρές του μεσονυκτίου» με τον αυνανισμό του φυλακισμένου όταν ακουμπά το τζάμι που έχει ακουμπήσει το στήθος της η κοπέλα του και φτιάχνει μια σκηνή υψίστης σεναριακής δύναμης που προβάλλει την ανθρώπινη απελπισία η με τις προσωπικές σκηνές του Τομ Κρουζ στο «Γεννημένος την 4η Ιουλίου» που ήταν υποδείγματα δραματικής δύναμης.

Εδώ τον ενδιαφέρει η καταγγελία καθαυτή, που πάντα τον ενδιαφέρει αλλά που στα καλά του έργα την δείχνει μέσα από δράματα προσώπων.

Το ανάλογο συμβαίνει και με τα πρόσωπα. Κι ενώ είναι ένας σκηνοθέτης που έχει αναδείξει στις ταινίες του καθιερωμένους και μη ηθοποιούς με τους δυνατούς ρόλους που τους έχει γράψει , εδώ βλέπουμε σωρεία γνωστών και καλών ηθοποιών (από την ΜΕΛΙΣΑ ΛΗΟ ως τον ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΕΗΤΖ αλλά και τον ΤΟΜ ΓΟΥΙΛΙΚΙΝΣΟΝ) να μην αναδεικνύονται, να μην έχουν ρόλους, να δανείζουν απλώς τις φυσιογνωμίες τους. Αρα, να τους λείπει το ανθρώπινο «ψαχνό». Μόνη εξαίρεση ο ΡΙΣ ΑΙΦΑΝΣ στον οποίο προσφέρει μια σκηνή συντριβής στο φινάλε , που ο ηθοποιός την αποδίδει με εκφραστική λιτότητα και του ολοκληρώνει τον «σύντομο» χαρακτήρα που από άτομο παρασκηνιακής εξουσίας βρίσκεται εκτεθειμένος στην κοινή συνείδηση. Και βεβαίως το ίδιο ισχύει και για τον πρωταγωνιστή ΤΖΟΤΖΕΦ ΓΚΟΡΝΤΟΝ ΛΕΒΙΤ, που για τον ηθοποιό φαινόταν σαν χρυσή ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει σε ταινία του Ολιβερ Στόουν παίζοντας αυτόν τον αμφιλεγόμενο ήρωα που από συντηρητικός Ρεπουμπλικάνος βρέθηκε να είναι χάκερ «ουσίας» αλλά στην πραγματικότητα ο Στόουν τον «χρησιμοποίησε», τόσο όσο να του εξυπηρετεί την αντίληψη. Του έδωσε πράγματι στοιχεία χαρακτήρα που να υποδεικνύουν διάφορα στάδια από τα οποία περνά ο χαρακτήρας αλλά ήταν απλώς υποδείξεις, δεν  κατέληγαν σε «ρολάρα»

Κι αυτό επειδή είναι ολοφάνερο πως ήθελε να προβάλει το γεγονός, το ντοκουμέντο. Ετσι, την κινηματογραφική παντογνωσία του την επιστράτευσε ο Στόουν για να μοντάρει ιλιγγιωδώς σκηνές πληροφοριών, αυτές να κλιμακώσει, μέσα από σύντομες σκηνές στο γράψιμο που ήταν κι αυτές τόσο….όσο και με ντεκουπάζ υψηλής γνώσης.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο θεατής να απολαμβάνει καταγγελία και πληροφορία και μάλιστα καταγγελία χωρίς λεκτικές κορώνες ώστε να μοιάζει με κήρυγμα, να γουστάρει τα όσα ξεσκεπάζονται και βγαίνουν στο φως, να βλέπει πως φτάνει το μαχαίρι ως το κόκκαλο (των πληροφοριών πάντα!) και να μη γλυτώνει από τα βέλη του ούτε ο Πρόεδρος Ομπάμα ο οποίος ελέγχεται τρομακτικά από την ταινία για τη στάση που κράτησε στο θέμα των υποκλοπών.

Κι έτσι η ταινία ενώ δεν σε παρασύρει με την ανθρώπινη , δραματική δύναμη της, σε συναρπάζει με αυτά που λέγονται, με το ρυθμό που γίνονται, με την κινηματογραφική τεχνική μοντάζ και ήχου (εδώ μέσα κι η παρείσφρηση της μουσικής) και με τη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ του βραβευμένου με το ΟΣΚΑΡ για το «SLUMDOG MILLIONAIRE»  ΑΝΤΟΝΥ ΝΤΟΤ ΜΑΝΤΛ ο οποίος κάνει μια εκπληκτικά σύνθετη δουλειά με κάμερα, φωτισμούς και χρήση φακών και προσθέτει στην ταινία και ΟΨΗ.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ταινία να ικανοποιεί το κοινό, το οποίο ακόμα κι όταν δεν είναι σε θέση να εξηγήσει αναλυτικά (και δεν είναι κι η δουλειά του) στέλνει θετικό μήνυμα στόμα με στόμα.

Κι εδώ καταλήγουμε στον Ολιβερ Στόουν, σε αυτό που είπα και πιο πάνω, ότι συνειδητά το έκανε έτσι, το αποδεικνύει περίτρανα στο φινάλε που βάζει και τον ίδιο τον Σνόουντεν, εξαιρετικά φωτισμένο κι αυτόν να μιλά ο ίδιος, κάτι που στο σινεμά με ενοχλεί πολύ στα τελευταία 20 και κάτι χρόνια που συμβαίνει ως μόδα κι εξελίσσεται πιά σε κατάσταση, να βάζουν και το αληθινό πρόσωπο για την πιστοποίηση. Σε κάποιες βέβαια ταινίες, όπως ήταν η «Λίστα του Σίντλερ» ή ο «Αντιρρησίας συνείδησης» για τον οποίο θα γράψω στις επόμενες μέρες, ανεβαίνει έτσι η δραματικότητα των όσων έχουν προηγηθεί-κακά τα ψέματα. Σε κάποιες άλλες, όμως, η ντοκουμενταρίστικη παρουσία χαλά τη μαγιά, κυρίως αν η μαγιά έχει πρόβλημα δραματοποίησης και προσπαθεί να επιβληθεί δια του ντοκουμέντου.

«18 ΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΥΒΑ»: 6.- ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΚΙ Η «ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ» ΤΟΥ ΚΑΜΙΛΟ

$
0
0

Καλά τα Mojitos και το πρώτο στέκι που έκανε διάσημο ο Χεμινγουέι για την πρώτη σου νύχτα στην Αβάνα. Όμως τι θα κάνεις στην πρώτη μέρα κι από πού θα αρχίσεις; Πριν νυχτώσει και πάλι και πάρεις σβάρνα τα επόμενα στέκια του Χεμινγουέι αλλά και της ίδιας της πόλης που συνδυάζει όλα αυτά που ανακαλύπτεις ότι συνδυάζει και που θεωρητικά μπορεί και να μην πολυταιριάζουν μεταξύ τους. Ειδικά, αν έχεις στο μυαλό στερεότυπα και δεν βλέπεις αυτό που ισχύει μπροστά σου αλλά εκείνο που είχες στο μυαλό σου πριν από το ταξίδι κι εξακολουθείς να λές ότι το «βλέπεις».

 

Η επίσκεψη στο ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, το πρώτο κιόλας πρωί που μας ξημέρωσε η ζωή στην ΑΒΑΝΑ είναι κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη, είναι σχεδόν «καρμική» , σε πάει μόνος του ο ίδιος ο δρόμος ο κεντρικός της παλιάς πόλης που οδηγεί απευθείας εκεί.

Δεν είναι μιά απλή ξενάγηση, ενός οποιουδήποτε μουσείου που θα δεις τα εκθέματα- ακόμα κι επαναστατικού. Είναι ένα «φροντιστήριο» πάνω στη σύγχρονη Ιστορία της Κούβας , που πιάνει και τα προ-επαναστατικά χρόνια, κι αναφέρεται και σε προγενέστερες μικρές ή μεγαλύτερες εξεγέρσεις που γίνονταν εκεί,και βέβαια δεν λείπει το όνομα του Χοσέ Μαρτί, του πρώτου επαναστάτη της Ιστορίας του νησιού από τον καιρό της ισπανικής κυριαρχίας.. Κι αυτά λοιπόν που θα δεις και θα διαβάσεις εκεί μέσα, σιγά σιγά βγαίνουν στην επιφάνεια στις επόμενες μέρες και στα όσα συναντάς. Κι όταν μπεις στην επαρχία κι αρχίσει η διείσδυση στη βαθύτερη ενδοχώρα, κι όταν όπου βρίσκεσαι συναντάς κι ένα σύνθημα που επικαλείται τις Αρχές και το Ηθος της Επανάστασης κι όχι τα προπαγανδιστικά «επιτεύγματα» της Εξουσίας, τότε αρχίζεις και καταλαβαίνεις.

Όπως καταλαβαίνεις και κάποια πράγματα γύρω από τον Φιντέλ Κάστρο όταν φύγεις από την Αβάνα και βρεθείς στη ΣΑΝΤΑ ΚΛΑΡΑ στο Μουσείο του Τσέ όπου μένεις κατάπληκτος από το ότι μπροστά του ωχριά το Μουσείο της Επανάστασης στην Αβάνα.

Όμως, αν δεν έχεις επισκεφθεί το εν λόγω μουσείο στην κουβανική πρωτεύουσα, δεν θα τα καταλάβεις όλα αυτά.

Απέξω είναι ένα επιβλητικότατο κτίριο αποικιακού ρυθμού, εγκαινιάστηκε όπως πληροφορήθηκα εκεί, το 1920. Ωστόσο, στην Ιστορία έμεινε ως ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ του δικτάτορα Μπατίστα. Ναι, το Μουσείο της Επανάστασης στεγάζεται στο παλιό Προεδρικό Μέγαρο. Αυτό που έχουμε δει πολλές φορές στο σινεμά, αλλά σε…. Αναπαράσταση στα πλατό κάποιου στούντιο διότι ποιος πήγαινε να γυρίσει ταινία στην Κούβα, πόσο μάλλον αν ήθελε να εκθέσει το καθεστώς από δυτικότροπη και φιλοαμερικάνικη μεριά.

Ως Προεδρικό Μέγαρο του παρελθόντος θα έλεγα ότι είναι και λίγο «παρατημένο». Δεν είδα δηλαδή να προβάλλεται κάποιου είδους πολυτέλεια σαν κι αυτή που προβαλλόταν αντίστοιχα στη Ρωσία είτε επί σοβιετικών ημερών είτε και σήμερα για το ιστορικό παρελθόν.

Κι όμως, μέσα στο Μουσείο της Επανάστασης, στο άλλοτε προεδρικό μέγαρο, εκεί που μπούκαραν οι επαναστάτες στις 2 Ιανουαρίου του 1959, αισθάνεσαι ότι είσαι σε Μουσείο Επανάστασης. Επικρατεί λιτότητα παντού και μόνο η ίδια η αρχιτεκτονική μαρτυρά κάποιο «ένδοξο» παρελθόν. Ένα παρελθόν όμως που ζει ως παρόν μέσω Επανάστασης. Από αυτή την άποψη η αρμονία περιεχομένου και περιέχοντος, τουλάχιστον εσωτερικά, είναι η δέουσα, η πλέον αρμόζουσα.

Στα εκθέματα με όπλα, μπότες, στολές, φωτογραφίες και διακηρύξεις αξίζουν πολλά τα κείμενα που συνοδεύουν και τελικά , αν ενδιαφέρεσαι, έχεις περάσει ένα πρωινό μελετώντας Ιστορία. Μπαίνεις κανονικά στο πνεύμα των ημερών εκείνων, έτσι όπως είναι διατεταγμένα τα δωμάτια, οι χώροι, και θαρρείς και σου αλλάζουν και θεματική, σε περνάνε από το ένα θέμα στο άλλο, διαδοχικότατα.

Μαθαίνεις με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα του 1958 καθώς προχωρούσε το ημερολόγιο προς την Πρωτοχρονιά του 1959, μαθαίνεις με κάθε λεπτομέρεια και τα όσα επακολούθησαν. Οι επαναστατικές διακηρύξεις με την υπογραφή του Φιντέλ, τα πρώτα μέτρα φαρδιά πλατιά με την απόφαση για την εθνικοποίηση των αμερικανικών εταιριών που βρίσκονταν στην Κούβα, τα πρώτα μέτρα που αφορούσαν στην υγεία και προπάντων στην ιδιοκτησία κι η σταδιακή της κατάργηση… Ακολουθούν οι λεπτομέρειες για την επιχείρηση των Αμερικάνων στον Κόλπο των Χοίρων το 1961, σε ειδικό τοίχο μοστράρονται οι Κουβανοί  φυγάδες στην Αμερική που πήγαν να συνδράμουν τους Αμερικανούς κι έχει φοβερές εικόνες, ντοκουμέντα και φωτογραφίες…Και  πρόσωπα….πρόσωπα…πρόσωπα… Πρόσωπα αγωνιστών που δεν τους γνωρίζουμε, ανδρών και γυναικών που έδωσαν τη ζωή στον ένα σκοπό…

ΚΙ εγώ προσωπικά, αν για κάτι ευγνωμονώ την επίσκεψη μου στο Μουσείο της Επανάστασης είναι διότι μου «ΓΝΩΡΙΣΕ» τον ΚΑΜΙΛΟ ΣΙΕΝΦΟΥΕΓΚΟΣ.

Ω, ναι. Ειδικά στον δεύτερο όροφο (δύο είναι όλοι κι όλοι οι όροφοι) που πρωταγωνιστεί ο ΤΣΕ, εκεί συμπρωταγωνιστεί κι ο ΚΑΜΙΛΟ. Μάλιστα τους έχουν μαζί, ως κέρινα ομοιώματα αλα Μαντάμ Τυσώ, σε αναπαράσταση ζούγκλας να αγωνίζονται. Δεν είναι εκεί το θέμα. Ούτε οι αστεισμοί κάποιων Ελλήνων «δηλαδή αυτοί οι δύο θες να μου πεις ότι είναι το αντίστοιχο του Τσίπρα με τον Παππά;». Α, όχι, όχι!! Είναι η ανακάλυψη ενός αγωνιστή  , επιστήθιου φίλου του Τσε, που η Ιστορία δεν τον έχει «διαφημίσει» τόσο πολύ, ίσως ήταν κι ο άνθρωπος από τη φύση του κάπως διακριτικός, χάθηκε και πολύ νέος, πολύ νωρίς, μόλις στο 1959 και δεν χάθηκε απλώς, μα  «εξαφανίστηκε». Το πτώμα του δεν ανευρέθη.  Κάπου στον Ατλαντικό, κάτι συνέβη…..  κι ενώ ο αγώνας τον περίμενε.

Γοητεύτηκα τρομερά από την προσωπικότητα του και συνειδητοποίησα ότι είναι πρόσωπο ΓΝΩΣΤΟΤΑΤΟ της Επανάστασης, στην ίδια ευθεία με τον ΦΙΝΤΕΛ και τον ΤΣΕ αλλά και τον ΡΑΟΥΛ που τον είδα κι αυτόν ως πρωταγωνιστή στους αγώνες και διακριτικά δίπλα στον αδελφό, καπως έτσι διακριτικά έβλεπα και τον Καμίλο, για τον οποίο άρχισα να ρωτώ και να μαθαίνω σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Τις λεπτομέρειες για το χαμό του τις έμαθα αργότερα , όταν πήγα στην ΣΑΝΤΑ ΚΛΑΡΑ, όπου, όσο σκεφτόμουν τον Τσε, άλλο τόσο σκεφτόμουν πιά και τον Καμίλο, ο οποίος ήταν και πρωτευουσιάνος, από την Αβάνα, από εύπορη οικογένεια αλλά και …. Τρελο-οικογένεια. ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ήταν κι οι δύο γονείς του κι ο Καμίλο κληρονόμησε το πνεύμα τους. Ηταν κι Υδροχόος… Δεν θέλει πολύ. Στη Σάντα Κλάρα και στο ΣΙΕΝΦΟΥΕΓΚΟΣ που πήγα για τη χάρη του αλλά δεν έχουν σχέση, συνωνυμίας το ανάγνωσμα, εγω όμως έκανα το χρέος μου γοητευμένος από τον επαναστάτη που δεν γνώριζα και που μόλις είχα ανακαλύψει, έμαθα πολλά κι άκουσα να τον συζητούν λεπτομερώς και νέοι άνθρωποι, κάθε φορά που ανέφερα το όνομα του. Κυρίως ο οδηγός που είχα «αγκαζάρει» για να με μεταφέρει στις επαρχίες και στα χωριά μεταξύ Σιενφουέγκος και Σάντα Κλάρα, ήξερα τα πάντα για αυτόν, κι αυτός μου άφησε πολλούς υπαινιγμούς για το μοιραίο ατύχημα του το οποίο το απέδιδε ακόμα και σε μεταφυσικά αίτια…Αν κι επικρατεί η άποψη ότι ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ...!!

Ο,τι μερτικό έχει ο Τσε στη Μάχη της Σάντα Κλάρα που ήταν κι η καθοριστική για την Επανάσταση μια και με την κατάληψη της περιοχής αυτής έκοψε το νησί στα δύο και προωθήθηκαν οι επαναστάτες στην Αβάνα, το ίδιο μερτικό έχει κι ο Καμίλο Σιενφουέγκος. Μαζί είχαν αναλάβει αυτή τη δύσκολη αποστολή, να κόψουν το νησί στα δύο, ο Καμίλο με τον επαναστατικό στρατό» του κατέλαβε τη μία άκρη, το ΓΙΑΓΚΑΧΑΙ, ο Τσε την ΣΑΝΤΑ ΚΛΑΡΑ.  Τον τιμούν κάθε χρόνο, στις 28 Οκτωβρίου, επέτειος του θανάτου του(!)

Ωστόσο, είμαστε ακόμα στην Αβάνα, μέσα στο Μουσείο κι εξακολουθώ να διαβάζω. Κι από αυτά που διάβασα άρχισα να καταλαβαίνω πολλά βγαίνοντας έξω στους δρόμους και μετά στη χώρα και κατανόησα πως το θέμα της Επανάστασης ΕΚΕΙ είναι κάτι βαθύ. Ακόμα κι όταν δεν ανταμείβει με υλικά αγαθά.

Ακόμα κι όταν, και μέσα εκεί, θα δεις να έχει στηθεί το μαγαζί με τα τουριστικά που πουλά εικόνες του Φιντέλ, του Τσε, της Επανάστασης , της Κούβας, μπλουζάκια, κονκάρδες, μαγνητάκια για το ψυγείο με τους Επαναστάτες αλλά και Χεμινγουέι- νάτος πάλι!- παρέα με τον Φιντέλ, ευτυχώς δεν είδα να πουλούν και αφίσες του Τσε με την Μαίριλυν… θα έχανα πάσα ιδέα.  

Δεν την έχασα και βγαίνοντας από το κτίριο πήγα δίπλα ακριβώς στο GRANMA. “Granma” είναι το όνομα του πλοίου, με το οποίο αποβιβάστηκαν στην Κούβα οι Επαναστάτες το 1956, εκεί μέσα βρίσκονταν ο Φιντέλ, ο Τσε αλλά κι ο Καμίλο, έρχονταν από το Μεξικό, όπου εκεί είχαν γνωριστεί ολοι αυτοί μεταξύ τους κι ετοίμαζαν επίθεση στο καθεστώς Μπατίστα. Το «γέρικο καράβι/απ’ το χρόνο κόσκινο»(για να παραφράσουμε και τον ποιητή) φυλάσσεται σε ειδική γυάλινη κατασκευή, εκτεθειμένη στο ύπαιθρο που τις μέρες εκείνες έκαναν «ανακαίνιση» στο γυάλινο περίβλημα κι έτσι δεν μπόρεσα να το περιεργαστώ όπως θα ήθελα. Είναι ένα υπαίθριο Μουσείο αφιερωμένο στο πλοίο της επέμβασης και το «Granma» ως όνομα του πλοίου δεν περιορίζεται μόνο εκεί αλλά δίνει το όνομα του και στην εφημερίδα-επίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κούβας.

Κι η πρώτη πλατεία που συναντάς, βγαίνοντας μετά από όλο αυτό το επαναστατικό φροντιστήριο ονομάζεται ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, που πρώτα, λέει την μετονόμασαν σε Πλατεία Δημοκρατίας κι ύστερα ο Κάστρο την έκανε κι αυτήν ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΡΙΑ .

Ένα ρούμι τώρα καθίσταται απαραίτητο

Το βράδυ θα πάμε στα άλλα στέκια του Χεμνγουέι-κι όχι μόνο!- διότι εδώ γίνονται πολλά ενώ ξαφνικά, τσουπ μπροστά σου κι ένα «χολυγουντιανό» «ξέσκεπο» αυτοκίνητο σε στέλνει κι αυτό πίσω στις δεκαετίες.

Ρούμι νάναι κι ό,τι νάναι. Αρκεί να στάξει στο χώμα και για τον Καμίλο και για κάθε επαναστάτη-πειρατή!!

 

 

«ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ»(Hacksaw Ridge): H ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΕΛ ΓΚΙΜΠΣΟΝ

$
0
0

Ή… Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΛΗ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΣΑΙΖΟΝ- Θα μπορούσα να είχα βάλει κι αυτό τον χαρακτηρισμό δίπλα στον τίτλο , όμως προτίμησα να το προσωποποιήσω και να το στρέψω όλο πάνω στον Μελ διότι θεωρώ ότι όλο αυτό είναι δική του υπόθεση.

 

Κι ότι σίγουρα ο Μελ Γκίμπσον είναι όχι μόνο πολύ καλύτερος σκηνοθέτης από ό,τι ηθοποιός (όχι πως του λείπει  το υποκριτικό ταλέντο) αλλά είναι ένας εκπληκτικός σκηνοθέτης, με προσωπικότητα, γνώσεις και με τόλμη τόσο στην έκθεση προσωπικών απόψεων που μπορεί και να μην αρέσουν όσο και στον τρόπο, στον ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ τρόπο παρουσίασης τους.

Σε τούτη πια την ταινία, μια κι είχα να δω κάτι δικό του πολύ καιρό, διαπιστώνω οριστικά όλα τα παραπάνω και σκέφτομαι ότι μάλλον πάει ως ένα βαθμό να διαδεχτεί τον Κλιντ ή να γίνει ένας δεύτερος Κλιντ. Κλιντ Ηστγουντ εννοώ.

Εχει κι αυτός, όπως κι εκείνος , τις δικές του θέσεις κι εμμονές, σε ένα βαθμό συντηρητικές όπως κι ο άλλος, τις οποίες ξέρει να υπερασπίζεται, έχει τον τρόπο αυτές τις θέσεις να τις δείχνει με κινηματογραφικούς όρους μέσα από την αναζήτηση κατάλληλων σεναρίων κι αυτό τον κάνει ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ, αποδεικνύει τεράστιες γνώσεις πάνω στο σινεμά, στη σκηνοθεσία και στην όλη οργάνωση του σινεμά καθώς και στο ρόλο που παίζει το σενάριο κι έχει και προσωπική υπογραφή, όπως πλέον διαπιστώνεται, που από ταινία σε ταινία την επιβάλλει και περισσότερο.

Θρησκευόμενος σε συντηρητικό βαθμό, προβάλλει ταυτόχρονα τη βία η οποία είναι αναπόφευκτη στα θέματα που διαλέγει σαν να τον ελκύει λίγο σαδιστικά (προς Θεού όχι στο βαθμό που το κάνουν κάτι Ασιάτες τους οποίους εξυμνούν και θυμούνται την «κακή» βία μόνο όταν πρόκειται για ταινία του Μελ Γκίμπσον) αλλά και κινηματογραφικά , μέσα από σενάρια που περιλαμβάνουν «πράξεις σπουδαίες και τέλειες», συγκρούσεις εθνικές, θρησκευτικές, πολιτισμικές αλλά και αρχών προσωπικών πάνω σε μεγάλα ζητήματα όπως είναι ο πόλεμος κι αυτά όλα φανερώνονται εξαιρετικά στο τελευταίο του φιλμ.

Στο οποίο δεν παίζει, δεν μοστράρει πια τον εαυτό του ,λειτουργεί καθαρά κι απόλυτα ως σκηνοθέτης!!! Τον ελκύει ως θέμα η περίπτωση ενός υπαρκτού προσώπου (από τις λίγες περιπτώσεις που στο τέλος εμφανίζεται ο αληθινός και δεν αισθανόμαστε ότι το παρατράβηξε με το «ντοκουμέντο»- αντίθετα το κλείσιμο της ταινίας με τον αληθινό χαρακτήρα υπογραμμίζει τη δραματουργική δύναμη αυτού που παρακολουθήσαμε), ενός ανθρώπου που αρνιόταν να κρατήσει όπλο ενώ στρατεύτηκε για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που ήδη μαινόταν.

Όχι, δεν ήταν ένας κουάκερος , δεν ήταν σαν κι εκείνον που έπαιξε ο Γκάρυ Κούπερ στο ξεχασμένο σήμερα αριστούργημα του ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΑΙΛΕΡ «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΙΧΩΣ ΟΠΛΑ» (Friendlypersuasion), που είχε πάρει «Χρυσό Φοίνικα» στις Κάνες του 1957 κι ήταν υποψήφιο για έξη Οσκαρ, δεν είναι ένας θρήσκος που στη δική του αίρεση τα όπλα είναι εκτός. Εχει να κάνει με προσωπικές αρχές, με προσωπική απόφαση, όπου ένα μεστότατο σενάριο το οποίο έχει προέλθει από βιβλία, εξηγεί πως σταδιακά ο ήρωας αυτός έγινε αντιρρησίας συνείδησης. Είναι η παιδική ηλικία όταν στο βίαιο παιχνίδι επάνω, παρά λίγο να σκοτώσει τον αδελφό του, είναι ο μέθυσος πατέρας με τα ξεσπάσματα βίας όπου ένα βράδυ υπερασπίστηκε τη μητέρα από τον ξυλοδαρμό του μέθυσου και πρόταξε στον τελευταίο απειλητικά το όπλο κι ύστερα ντράπηκε για αυτό, είναι κι αυτός ο πατέρας που κουβάλαγε το δικό του πένθος από τον προηγούμενο πόλεμο και το ξέσπαγε στην οικογένεια με μεθύσια, κατάθλιψη κι απειλές, είναι όλα αυτά που ένα χαρακτήρα ευαίσθητο με κρίσεις συνείδησης πως βρέθηκε δύο φορές στα πρόθυρα μη εξαγνισμένου αμαρτήματος, όπως είναι ο φόνος , κατέληξε κάποτε στη ζωή του σε αυτή την απόφαση. Ερχεται, όμως, ο πόλεμος, ζητά να καταταγεί, είναι πατριώτης, δεν είναι λιποτάκτης ούτε φυγόμαχος, όμως θέλει να βοηθήσει σε άλλες υπηρεσίες στο στρατό, ως βοηθητικός νοσοκόμος. Κι εκεί έρχεται αντιμέτωπος με την καζούρα, την ειρωνεία, εκεί σιγά προβάλλεται στο χαρακτήρα μια «θρησκευτικών» διαστάσεων θα λέγαμε εμμονή στον όρκο και στις αρχές… αλλά ο πόλεμος είναι πόλεμος. Όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για εκείνους που έκαναν την καζούρα ενώ προλαβαίνει το εξαίρετο κι από πλευράς σεναριακής οικονομίας συγγραφικό πόνημα, να φέρει όλους τους χαρακτήρες που συμμετέχουν στη διανομή σε μια ολοκλήρωση, σε μια κορύφωση είτε μέσα από μεταμέλεια που έρχεται επαγωγικά μέσα από τις περιστάσεις κι όχι αυθαίρετα σαν  από μηχανής θεός ώστε να «γίνει» το έργο είτε μέσα από μια εξέλιξη και περαιτέρω διάσταση όπως στην περίπτωση του πατέρα του ήρωα.

Κι έτσι, στο πρώτο μέρος έχουμε παρακολουθήσει ένα δράμα υπό εξέλιξη κι υπολογισμένη σταδιακή κλιμάκωση σαν να βλέπαμε πολεμικό φιλμ ενώ ακόμα δεν έχουμε μπει κινηματογραφικά στον πόλεμο, στη συνέχεια οι χαρακτήρες , στο δεύτερο μέρος δηλαδή, δοκιμάζονται πλήρως με τη μεταφορά τους στο ιαπωνικό μέτωπο. Κι εκεί γίνεται ένας καταπληκτικός συνδυασμός. Αφενός οι χαρακτήρες εξακολουθούν να ξεδιπλώνονται κι αφετέρου απολαμβάνουμε πολεμικό κινηματογράφο επιπέδου, σε κάποια σημεία, «διάσωσης στρατιώτη Ράυαν». Οι πολεμικές σκηνές του δεύτερου μέρους είναι απλώς ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ. Ολη η βία του πολέμου αποτυπώνεται με συγκλονιστικό τρόπο κάνοντας το έργο βαθύτατα αντιπολεμικό και συγχρόνως υπέρμετρα πατριωτικό και πορτραίτο ενός ιδιαίτερου ιδεαλιστή ανθρώπου.

Οι ήχοι και το μοντάζ καθώς και το μακιγιάζ με τα διαμελισμένα κορμιά που τα δείχνει αλλά και τα προσπερνά γρήγορα, μεταβάλουν τους καλλιτεχνικούς συντελεστές σε αξιωματικούς στρατού που συμμετέχουν στην επιχείρηση υπο τις διαταγές του στρατηγού Μελ. Ο κινηματογραφικός στρατηγός συντονίζει τις «επιχειρήσεις» του μοντέρ, των ηχοληπτών, των μακιγιέρ αλλά και του διευθυντή φωτογραφίας , σκηνοθετώντας όλα αυτά, ο ήχος είναι απόλυτα «σκηνοθετημένος», δεν είναι απλώς η καλή δουλειά του team ηχοληψίας. Το μοντάζ έχει επιλέξει σκηνές από απεριόριστο υλικό κι όλοι μαζί συνθέτουν υπο την καθοδήγηση του «στρατηγού» τη φρικίαση του πολέμου αλλά όχι και την απώθηση του θεατή.

Στους ηθοποιούς επίσης επενδύει σε άγνωστα, άφθαρτα πρόσωπα. Ολο το θέλει καινούργιο. Ο ΑΝΤΡΙΟΥ ΓΚΑΡΦΗΛΝΤ , αυτός ο ηθελημένα «λίγος» κι από πλευράς σωματικών διαστάσεων νεαρός ηθοποιός, που τον δηλώνει και το σενάριο ως κάπως έτσι, υπό την καθοδήγηση του Μελ βγάζει ήρεμη στην αρχή και συγκλονισμένη στην συνέχεια ανθρώπινη δύναμη. Οι φάτσες που τον πλαισιώνουν είναι εξαιρετικά υπολογισμένες, μια εκπληκτική συνεργασία του Μελ Γκίμπσον με τον castingdirectorόπου μάζεψαν ηθοποιούς κυρίως από Αυστραλία και θα ήθελα εδώ να επισημάνω τον άγνωστο μου ΛΟΥΚ ΜΠΡΕΙΣΥ, που ξεκινά ως ελεεινός τσόγλανος και μετά γίνεται ο σύντροφος στη μάχη ή τον ΧΙΟΥΓΚΟ ΓΟΥΙΒΙΝΓΚ που αποδίδει εξαίρετα και παραστατικότατα τα σύνθετα χαρακτηριστικά του πατέρα, βεβαίως και τη γνωστή μας  ΡΕΙΤΣΕΛ ΓΚΡΙΦΙΘΣ που παίζει τη μητέρα χωρίς μεγάλο ρόλο αλλά με κάποιες δραματικές πρωτοβουλίες της ηθοποιού στο κλίμα που της έχει φτιάξει ο Γκίμπσον κλπ, κλπ, δεν αναφέρω άλλους θα έπρεπε να αντιγράψω κατάλογο.

Είναι μια πολύ καλή ταινία, η πρώτη καλή, όπως λέω και στον πρόλογο, που βλέπω τη νέα σαιζόν από Αμερική. Ενας γεμάτος, δυνατός, πλούσιος κινηματογράφος

 

ΥΓ. Δεν θα έλεγα όμως τα ίδια, ως «μεγάλη επιστροφή του Μελ Γκίμπσον» και για το «BLOODFATHER»- του ΗΘΟΠΟΙΟΥ ΜΕΛ ΓΚΙΜΠΣΟΝ. Όχι πως είναι κακός αλλά πραγματικά πρόκειται για ταινία «της σειράς», για την απόλυτη μετριότητα σε όλα τα επίπεδα που κάπως θέλει να γίνει «ποιοτική ενός παρελθόντος» αλλά ξεχνιέται γρήγορα. Ο Μελ Γκίμπσον εμφανίζει ένα καινούργιο, κουρασμένο πρόσωπο, τονίζει την ηλικία που πέρασε κι όπως αυτή αποτυπώνεται στα χαρακτηριστικά του αλλά δεν έχει πολλά να δώσει από κει μετά. Παίζει ένα πρώην μπάτσο που θέλει να σώσει την κόρη του η οποία έχει μπλέξει με τα ναρκωτικά κι εκείνοι που την έμπλεξαν απειλούν να την σκοτώσουν. Κοινοτοπίες. Σκηνοθέτης είναι ο Γάλλος «περιπετειάς» ΖΑΝ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΡΙΣΕΤ. 


«ΚΑΡΔΙΑ ΒΟΥΝΟ» (Virgin Mountain)(Fusi): ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΙ…

$
0
0

…αλλά, τι να το κάνεις; Με τόση ασυδοσία στην έξοδο ταινιών, ποιος προλαβαίνει να τα δει;

 

Αυτό το φιλμ είναι από την ΙΣΛΑΝΔΙΑ. Το υπογράφει ένας ικανότατος όπως αποδεικνύεται σεναριογράφος-σκηνοθέτης, ο ΝΤΑΓΚΟΥΡ ΚΑΡΙ, που είχε κάνει και το «Εγώ ο Αλμπίνο» και το πρώτο και κύριο που σου φέρνει στο νου είναι πως πολλά έχουμε πει εμείς οι Νότιοι για τη συναισθηματική ψυχρότητα των Βορείων. Όμως κάτι το σουηδικό «Ο κύριος Οβε», κάτι το περσυνό «Rams» της Ισλανδίας- να μη μιλήσω και για δανέζικα… ξέρετε που καταλήγω; Οτι εμείς εδώ κατηγορούμε τους Βόρειους ως ψυχρούς και τους δικούς μας ως μελοδραματικούς όταν κάνουν συναισθηματικά έργα μεσημβρινού ταμπεραμέντο. Σε δουλειά δηλαδή να βρισκόμαστε.

Το δεύτερο που σου έρχεται στο νου , αν έχεις δει πολύ σινεμά και το έχεις φάει με το κουτάλι είναι πως «παρθενογένεση δεν υπάρχει» κλπ κλπ διότι το έργο αυτό μοιάζει με το «ΜΑΡΤΥ» του ΝΤΕΛΜΠΕΡΤ ΜΑΝ σε σενάριο του ΠΑΝΤΥ ΤΣΑΓΙΕΦΣΚΙ με πρωταγωνιστή τον ΕΡΝΕΣΤ ΜΠΟΡΓΚΝΑΙΝ, ένα έργο του 1955 που κέρδισε πρώτα το «Χρυσό Φοίνικα» στις Κάνες κι ύστερα σάρωσε τα Οσκαρ, ένα έργο με το οποίο οι Αμερικανοί καυχήθηκαν ΤΟΤΕ και για τη δική τους συνεισφορά σε ενός τύπου νεορεαλισμό. Το έργο επιβραβεύτηκε για όλα αυτά, όμως, επειδή από εκεί δεν προήλθε κίνημα παρά λειτούργησε ως μεμονωμένη ταινία, δεν το αγκάλιασαν οι θεωρητικοί των επόμενων χρόνων μη ξέροντας που να το εντάξουν (στην κατηγορία των κινημάτων; Στη θεωρία του auteur; πουθενά δεν ενέπιπτε) κι έτσι η ταινία ξεχάστηκε. Το αναφέρω επειδή κατηγορούν «αλά καρτ» έργα που μοιάζουν με κάποιο άλλο. Προσωπικά, είμαι οπαδός της μη παρθενογένεσης και πάω παρακάτω, απλώς ο σκηνοθέτης σεναριογράφος δείχνει γνώσεις κι αν δεν το έχει δει το «Μάρτυ» η ομοιότητα είναι συγκλονιστική ως σύμπτωση, τουλάχιστον στην κεντρική σύλληψη. Στην εξέλιξη φυσικά και διαφέρει.

Πρόκειται για την ιστορία ενός 40χρονου ανέραστου, που εξακολουθεί και ζει με τη μαμά του, η οποία δεσποτική ως χαρακτήρας έχει επιβάλει τους νόμους της κι έχει καθυποτάξει και τον γιό που τον έχει μετατρέψει σε παθητικό πλάσμα ενώ η ίδια κυκλοφορεί με γκόμενους και τους φέρνει και στο σπίτι και συζεί μαζί τους. Παρόλα αυτά, το έργο δεν μένει εκεί παρα ενδιαφέρεται για την εξέλιξη της προσωπικότητας του 40χρονου παρθένου ήρωα. Στον οποίο όλοι φέρονται απρεπώς , όπως συμβαίνει πάντα όταν βρίσκουν οι πονηροί αδύναμα άτομα μα κι εκείνος με τη σειρά του αντιδρά μονίμως με μια παθητικότητα.

Κάποτε θα έρθει κι ο έρωτας- ω! ναι- αλλά κι αυτός με τα δικά του τραυματικά ταμεία…

Αλλά και με κάποια δώρα, διαφορετικά από εκείνα που ξέρουμε ή που μάθαμε να περιμένουμε. Είτε από τον ίδιο τον έρωτα είτε από τις κινηματογραφικές πλευρές του.

Το «Καρδιά βουνό» σε αρπάζει από την πρώτη στιγμή και σε αφήνει στην τελευταία. Με μια υποδειγματική σεναριακή οικονομία, με σφιχτά γραμμένες σκηνές, με τίποτε το περιττό. Ωστόσο δεν πρόκειται για καλό σενάριο λόγω ιστορίας, η πλοκή του δεν είναι τόσο περίτεχνη, όσο πρόκειται για καλό σενάριο εξέλιξης χαρακτήρα. Κι αν στο τέλος, με αυτό που συμβαίνει, κάποιοι πιθανόν να θεωρήσουν ότι σηκώνει συζήτηση,  η συζήτηση αυτή ή και πολλές άλλες γύρω από αυτό, δεν θα οφείλονται σε σεναριακή αδυναμία αλλά στις παραμέτρους του ήρωα. Φυσικά και δεν θα τις πω από εδώ μια και δεν είναι σωστό για τον θεατή που θα πάει να το δει.  Ωστόσο, η διαρκής παθητικότητα κι η λύση στο τέλος με αφορμή μια προδοσία ή μια εγκατάλειψη ή μια απογοήτευση, ναι σηκώνουν συζήτηση αλλά είναι του ήρωα, του χαρακτήρα, του ανθρώπου κι όχι του σεναρίου! Στο οποίο φυσικά θα σπεύσουν να χρεώσουν την απορία τους ή θα του πιστώσουν κι εκείνα που δεν πιστώνονται όπου από αδυναμία ανάλυσης κι επειδή είναι ισλανδικό κι όχι αμερικάνικο θα πουν «αριστούργημα», «ποίημα» κλπ.  

 

Είναι μικρό έργο για να του κατατεθούν οι παραπάνω σπονδές, είναι όμως πολύ τρυφερό. Και μεγάλο μερτικό της αξίας του πηγαίνει στον πρωταγωνιστή, τον ΓΚΟΥΝΑΡ ΓΙΟΝΣΟΝ, ένα υπέρβαρο άνθρωπο που γίνεται αξιαγάπητος και βεβαίως σε βάζει σε σκέψεις η απορία του τι είδους καριέρα θα μπορούσε να κάνει, να όμως που αν μη τι άλλο η καριέρα του ενός ρόλου , έγινε! Για αυτό τον ένα ρόλο, του ανέραστου, παθητικού Φούσι, ο Γιόνσον πετυχαίνει αυτό που άλλοι ηθοποιοί περιμένουν μια ζωή να πετύχουν κι αν το βρουν. Βέβαια είναι και περίπτωση typecasting, αυτό που λέγαμε στην Ελλάδα «τυποποίηση» και δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να κάνει. Πόσο ωραία κάνει όμως αυτό το συγκεκριμένο!

«ΤΟ ΦΩΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΩΚΕΑΝΟΥΣ» (The light between oceans): Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ.

$
0
0

Εχει όλα τα εξωτερικά προσόντα για να αρέσει: Μελό, καλή παραγωγή, υπέροχη φωτογραφία, θαυμάσιο cast, ονειρεμένη μουσική…., όλα όσα έχουμε ενίοτε ανάγκη για να αφεθούμε στο σινεμά και να παραμυθιαστούμε. Τι δεν έχει; Κάτι, ΚΑΤΩ από όλα αυτά.

 

 

Δεν έχει δηλαδή ουσία, περιεχόμενο ουσίας, δεν είναι πειστικό επί ανθρωπίνων αντιδράσεων, ακόμα κι επί «σολομώντειας λύσης» στο θέμα «μητέρα», έχει αδικαιολόγητες τρύπες στο πως για παράδειγμα μια γυναίκα έγκυος παραμένει στο ερημονήσι με το φάρο, σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κι όταν την πιάνουν οι πόνοι δεν έχει γιατρό να την ξεγεννήσει και πεθαίνει το παιδί… Κι αυτό ουδέποτε γίνεται αντικείμενο σχολιασμού! Δεν υπάρχει εξήγηση για το πώς επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα στη δεύτερη εγκυμοσύνη και μετά την πιάνουν πάλι οι πόνοι στην ερημιά και της πεθαίνει και το δεύτερο μωρό στη γέννα.. Με τον ίδιο τρόπο που της πέθανε και το πρώτο.

Κι έτσι μετά αρχίζει η ιστορία με τό ότι θα βρεθεί όλως τυχαίως πεθαμένος ναυαγός στις ακτές του φάρου με ζωντανό μωρό στη βάρκα και θα το αναλάβουν ο φαροφύλακας με τη χαροκαμένη σαν να ήταν δικό τους.

Ξέρετε, το μελό έχει κανόνες. Όταν αυθαιρετεί, το κοινό κλωτσά κι ενώ πολλές φορές δεν καταλαβαίνει τι του φταίει, ωστόσο κάτι δεν το καλύπτει.

Μετά ο φαροφύλακας υποψιάζεται συγκεκριμένη γυναίκα όταν μεταφέρονται εκεί που ζουν τα πεθερικά (;) πως είναι η μάνα του παιδιού και σε κρίση συνειδήσεως αποφασίζει να της γράψει την αλήθεια….

Δεν ξέρω πως είναι το βιβλίο που βασίστηκε η ταινία ούτε τι σόι βιβλίο είναι αυτό αλλά δεν με νοιάζει κιόλας διότι στη δική μου κριτική αυτό που αφορά πάντοτε είναι οι κινηματογραφικοί κανόνες.

Εδώ λοιπόν δεν με πείθει τίποτε. Με τον τρόπο που συμβαίνει στην οθόνη. Κι έτσι ενώ θέλω να το απολαύσω και κάθε τόσο του αφήνομαι διότι λατρεύω το είδος, μου αρέσει πολύ το μελό ως είδος κι ειδικά όταν στηρίζει καλή παραγωγή κι έχει και καλό σκηνοθέτη και καλούς ηθοποιούς και λοιπούς συντελεστές, δεν με αφήνει να το απολαύσω. Εχει όλα τα στοιχεία ενός χολυγουντιανού μελό του ’40 , συγγενεύει μάλιστα θεματικώς με το «ΜΕΓΑΛΟ ΨΕΜΑ» με την ΜΠΕΤΤΥ ΝΤΕΗΒΙΣ που της έκλεψε την παράσταση η ΜΑΙΡΗ ΑΣΤΟΡ με επιβράβευση ΟΣΚΑΡ Β΄ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ (1942),αλλά χάνει σε αυτό ακριβώς. Πως εκείνα είχαν πειστικότητα όση ώρα διαρκούσαν η ταινία κι η ιστορία, δεν σου έβαζαν θεμελιώδεις ενστάσεις ή ακυρώσεις.

Από την άλλη είναι πολύ όμορφα σκηνοθετημένο, οι ηθοποιοί είναι σωστά διδαγμένοι, το cast είναι θαυμάσιο αν κι οι γυναίκες κερδίζουν τις εντυπώσεις και κυρίως η ΡΕΙΤΣΕΛ ΒΑΙΖ, η οποία μπαίνει στην υπόθεση στο δεύτερο μέρος και κερδίζει ως supporting, καλή η ώρα όπως η Μαίρη Αστορ στο «Μεγάλο ψέμα» που ανέφερα πριν. Είναι πιο μεστός και πιο δραστικός, πιο παρεμβατικός στην ιστορία ο ρόλος της και κάνει έξοχο μπάσιμο, δηλώνει δραματική παρουσία, έχει εναλλαγές η ηρωίδα αλλά κι εδώ τα σεναριακά κενά μας μπλέκουν. Πάντως η Ρέιτσελ είναι θαύμα.

Τα ανάλογα θετικά έχω να πω και για την ΑΛΙΣΙΑ ΒΙΚΑΝΤΕΡ  αλλά όπως θα καταλάβατε κι από εκείνα που ανέφερα ανωτέρω, έχει κενά ο ρόλος της. Πάντως η ηθοποιός κάνει τα αδύνατα δυνατά.

Λιγότερο από τις γυναίκες πετυχαίνει ο ΜΑΙΚΛ ΦΑΣΜΠΕΝΤΕΡ, με τον έμφυτο σεξουαλισμό και τις πολλές θαυμάστριες αλλά και θαυμαστές χάριν αυτού που ενίοτε το καμουφλάρουν ως «θαυμασμό ηθοποιίας», ωστόσο εδώ που δεν έχει ρόλο σεξουαλικότητας ,ναι μεν ο ηθοποιός το αντιλαμβάνεται, να μεν ο σκηνοθέτης τον καθοδηγεί σωστά, ναι μεν ο ηθοποιός δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά και παίζει συνετά το ρόλο του φαροφύλακα που είναι και «πνιγμένος» ως χαρακτήρας, όμως χάνει έτσι κι από τη λάμψη του. Υποφωτίζεται, θα έλεγα. Παρόλο ότι βάζει ένα ύφος μυστηρίου στον φαροφύλακα του αλλά συγκρατεί το λάγνο βλέμμα προς τον φακό που τον έκανε διάσημο και μερικοί τον θεώρησαν και μεγάλο ηθοποιό έτσι. Αυτό φυσικά και τον τιμά αλλά και τον «θυσιάζει», τον βάζει διακριτικά στο περιθώριο των δύο γυναικών που παίρνουν το έργο πάνω τους- κυρίως η ΒΑΙΣ, το επαναλαμβάνω.

Η πανέμορφη φωτογραφία των τοπίων ( του Αυστραλού ΑΝΤΑΜ ΑΡΚΑΠΟΒ) κι η μουσική παλαιού τύπου του ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΝΤΕΣΠΛΑ, που αποδεικνύει περίτρανα ότι είναι ο σημαντικότερος παραδοσιακός συνθέτης νεώτερης γενιάς στο σημερινό κινηματογράφο (διότι εκτός των άλλων είναι κι «ευανάγνωστος», «ευδιάκριτος», ακούς τη μελωδία και περιμένεις τα credits φινάλε για να επιβεβαιωθείς ότι πράγματι πρόκειται για μουσική του Ντεσπλά- άρα διαθέτει προσωπικότητα κι υπογραφή) συμβάλουν τα μέγιστα στην δημιουργία ωραίας επιφάνειας.

Το στοίχημα της ταινίας είναι πόσους θεατές θα μπορέσει να κρατήσει αγκιστρωμένους στη γοητεία της επιφάνειας και να μην αντιδράσουν στο «μα τώρα τι μας λές;».

 

Το φινάλε βοηθά στη νίκη των εντυπώσεων διότι εκεί έχουμε μια σκηνή υπόδειγμα του είδους που λέγεται μελό η οποία είναι κι ακριβόλογη και βάσιμη και δύσκολα αφήνει κάποιον ασυγκίνητο. Εδώ ο σκηνοθέτης ΝΤΕΡΕΚ ΣΙΑΝΦΡΑΝΣ δείχνει ότι έχει ικανότητες (ναι, το έχει δείξει και στην οργάνωση του λοιπού φιλμ), όχι όμως και για κάτι μεγαλύτερο και σε αυτό το τελευταίο νομίζει ότι φταίει ο σεναριογράφος εαυτός του κι όχι ο σκηνοθέτης εαυτός.

ΠΕΘΑΝΕ Ο ΠΟΛ ΣΥΛΜΠΕΡΤ: ΟΣΚΑΡ ΣΚΗΝΙΚΩΝ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΛΑΜΠΕΤΗ-ΧΟΡΝ

$
0
0

Ο ΠΟΛ ΣΥΛΜΠΕΡΤ, που απεβίωσε χτες σε ηλικία 88 ετών ήταν κατά βάση κορυφαίος ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΣ με ΟΣΚΑΡ κι από μεγάλη οικογένεια της Τέχνης. Τη σχέση του όμως με ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ-ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΟΡΝ, που είναι ένα άλλο κεφάλαιο της καριέρας του, θα τη δείτε από εδώ.

 

Ο ΠΟΛ ΣΥΛΜΠΕΡΤ είναι γνωστός στον κόσμο του κινηματογράφου και σε όσους ασχολούνται ενδελεχώς με ό,τι απαρτίζει αυτή τη συλλογική Τέχνη, ως σκηνογράφος που τιμήθηκε με το ΟΣΚΑΡ το 1979 για τα set (κυρίως εκείνο το εκπληκτικό σπίτι) στην ταινία του ΟΥΩΡΕΝ ΜΠΗΤΤΥ (και του Μπακ Χένρυ) «ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ». Κι είχε και μια ακόμα υποψηφιότητα στο φιλμ της ΜΠΑΡΜΠΡΑ ΣΤΡΕΙΖΑΝΤ  «Ο ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ ΤΗΣ ΠΑΛΙΡΡΟΙΑΣ». Ο ΠΟλ ήταν ειδικευμένος στα σετ και κυρίως στα σετ Μανχάταν και φαίνεται από τις οσκαρικές εργασίες του- στον «Πρίγκηπα της παλίρροιας» εκτός από τις σκηνογραφικές αντιθέσεις Μανχάταν και Σαβάνα του Νότου είχε τιμηθεί από τις κριτικές κυρίως για το πώς είχε σχεδιάσει κι επιπλώσει το γραφείο της ψυχιάτρου Στρέιζαντ το οποίο είχε θεωρηθεί υπόδειγμα ακριβού ιατρείου ψυχιάτρου με τους δερμάτινους καναπέδες και με τις λογής λογής λεπτομέρειες. Επίσης , σε σκηνογραφίες του που δεν προτάθηκαν για Οσκαρ, η «επίπλωση Μαχάταν» ήταν το χαρακτηριστικό του όπως γα παράδειγμα το «Κράμερ εναντίον Κράμερ» αλλά και το «Mickey and Nickey» της Ιλέιν Μέι , «Οι ατσίδες της Νέας Υόρκης» (The Pope of Greenwich Village) του Στιούαρτ Ρόζενμεργκ με Ερικ Ρόμπερτς-Μίκυ Ρουρκ  κλπ.

Ηταν ΔΙΔΥΜΟΣ αδελφός του άλλου ΓΙΓΑΝΤΑ της κινηματογραφικής σκηνογραφίας, ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΣΥΛΜΠΕΡΤ που είχε πάρει Οσκαρ στο «Ποιος φοβάται την Βιρτζία Γουλφ;» και στο «Ντικ ΤΡέισυ» ενώ είχε παντρευτεί και μια ενδυματολόγο ελληνικής καταγωγής που έκανε καριέρα με το επώνυμο του συζύγου, την ΑΝΘΕΑ ΣΥΛΜΠΕΡΤ, που κι αυτή έφτασε ως τις υποψηφιότητες των Οσκαρ (αλλά όχι και στην κατάκτηση του) με την «Τζούλια» και με το «Chinatown» όπου τα σκηνικά είχε κάνει ο κουνιάδος της Ρίτσαρντ.

Τα δύο αδέρφια, ο Πολ κι ο Ρίτσαρντ  συνεργάστηκαν μόνο  στο ξεκίνημα τους και σε ταινίες τίνος παρακαλώ; Του ΗΛΙΑ ΚΑΖΑΝ. Στην «ΚΟΥΚΛΙΤΣΑ» και στο «ΜΙΑ ΜΟΡΦΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΛΗΘΟΣ».

Κάπου εκεί κάτι γίνεται, κάποια γνωριμία παίζει, κι ο Πολ Σύλμπερτ έρχεται στην ΕΛΛΑΔΑ .Οπου θα καθίσει δύο χρόνια. Πριν επιστρέψει στην Αμερική και στα μεγάλες δουλειές που του επιφυλάσσει η καριέρα του για το μέλλον.

Στην Ελλάδα θα εργαστεί όχι μόνο ως σκηνογράφος αλλά και ως ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ, αποκλειστικά για το ΘΕΑΤΡΟ. Και ποιο θέατρο; Στο «ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ», θα αναλάβει τα δύο έργα για δύο πρόσωπα που ανέβασαν η ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ κι ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ όταν στεγάζονταν στο θέατρο της οδού Κολοκοτρώνη. Και τα έργα αυτά ήταν το θρυλικό ως ανάμνηση και Ιστορία «ΝΥΦΙΚΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ» του Γιαν Ντε Χάρντογκ και τον επόμενο χρόνο «ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ» του Ουίλιαμ Γκίμπσον.

Οι φήμες ήθελαν τον Μιχάλη Κακογιάννη ως «κουμπάρο» αυτής της συνεργασίας, μια και τον Κακογιάννη διαδέχτηκε ο Σύλμπερτ που ήταν στα προηγούμενα χρόνια σχεδόν ο αποκλειστικός σκηνοθέτης του θιάσου του μυθικού ζεύγους.

Ο ΠΟΛ ΣΥΛΜΠΕΡΤ υπέγραψε τις δύο παραστάσεις και μετά επέστρεψε στον τόπο του.

Στα χρόνια εκείνα που υπήρχαν μεγάλοι ηθοποιοί στη σκηνή, τα ονόματα των σκηνοθετών περνούσαν σχεδόν στο περιθώριο. Σήμερα όλοι θα έλεγαν «μια παράσταση του Πολ Σύλμπερτ» αλλά δεν θα είχαν Λαμπέτη και Χορν να επιδείξουν. Όπως και δεν έχουν…

 

Αυτό το κομμάτι της νεανικής περιόδου του καλλιτέχνη πιστεύω ότι ως Ελληνες μας αφορά περισσότερο- κυρίως επειδή ενώ είναι σημαντικό παραμένει άγνωστο.

«ΜΟΝΟΣ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ» (Alone in Berlin): ΠΕΤΥΧΗΜΕΝΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ…. ΚΑΙ ΛΙΓΟ «ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ» ΠΕΡΙ ΔΙΑΣΚΕΥΗΣ.

$
0
0

Κι είναι πετυχημένη όχι επειδή μένει «πιστή» στο πρωτότυπο αλλά επειδή η διασκευή γίνεται με κινηματογραφικούς όρους κι όχι με τους όρους του βιβλίου. Και δίνει αφορμή να πούμε μερικά πράγματα περί του τι εστι κινηματογραφική μεταφορά βιβλίου (ή και θεατρικού έργου) στην οθόνη επειδή πολλά «τέρατα» λέγονται και γράφονται γύρω από αυτό το θέμα. Κι επειδή το εν λόγω μυθιστόρημα του ΧΑΝΣ ΦΑΛΑΝΤΑ είναι ένα από τα τρία πιο αγαπημένα μου μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων( τα άλλα δύο είναι το «ΕΡΩΣ» του ΚΡΑΟΥΣΕΡ ΧΕΛΜΟΥΤ και το «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ» του ΛΕΟΝΑΡΔΟ ΠΑΔΟΥΡΑ)

 

Ο θεατής είναι ο μόνος που δεν φταίει επειδή αφενός δεν έχει εκπαιδευτεί πάνω στο θέμα κι αφετέρου επειδή  είναι εκ των πραγμάτων ο νούμερο ένα φορέας του όλου προβλήματος: Όταν διαβάζει ένα βιβλίο, ο οποιοσδήποτε θεατής, συμπεριλαμβανομένου κι εμού, μοιραία φτιάχνει τις δικές του εικόνες. Οπότε, όταν πηγαίνει να το δει στον κινηματογράφο ΑΠΑΙΤΕΙ από το σκηνοθέτη, Ο ΚΑΘΕΝΑΣ που το διάβασε, τις δικές του προσωπικές εικόνες. Του είναι «αδιανόητο» ότι θα πάει να δει τις εικόνες του σκηνοθέτη .Γι αυτό κι ακούμε να επαναλαμβάνεται η φράση «δεν ήταν τόσο καλό όσο το βιβλίο» κι οι άνθρωποι που τις λένε δεν γνωρίζουν ότι αυτό είναι αβάσιμο διότι δεν τους το είπαν.

Και δεν τους το είπαν αυτοί που όφειλαν να το ξέρουν. Όταν αυτοί που γράφουν για σινεμά επικαλούνται την ανόητη φράση, απλώς δηλώνουν ότι δεν κατέχουν ούτε κατά προσέγγιση το αντικείμενο. Και το δικό τους σκοτάδι το μεταδίδουν στον αναγνώστη- θεατή.

Στη σεναριακή διασκευή υπάρχουν ΚΑΝΟΝΕΣ. Όχι συνταγές μα κανόνες!

Ενας βασικός που είναι το ΑΛΦΑ και το ΩΜΕΓΑ είναι πως ΟΤΑΝ ΜΙΑ ΤΕΧΝΗ ΜΕΤΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΥΤΗΣ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΜΕΤΑΦΕΡΕΤΑΙ. Δηλαδή το βιβλίο από τη στιγμή που γίνεται ταινία οφείλει να λειτουργεί κινηματογραφικά κι όχι μυθιστοριογραφικά! Το ίδιο κι αν ένα βιβλίο το μετατρέψει κάποιος φερειπείν σε μπαλέτο ή σε όπερα. Με τους νόμους και τους όρους του μπαλέτου και της όπερας θα κριθεί κι όχι με τους όρους της πηγής από την οποία προήλθε.

Για να επιτευχθεί αυτό στο σινεμά, πρέπει ο σεναριογράφος –διασκευαστής να γνωρίζει τον ΠΡΩΤΙΣΤΟ κανόνα που είναι κι η θεμελιώδης διαφορά. Πως το μυθιστόρημα αφηγείται ΣΚΕΨΕΙΣ ηρώων ενώ το κινηματογραφικό σενάριο ΠΡΑΞΕΙΣ, ενέργειες, δράση. Οπότε ο διασκευαστής οφείλει τις σκέψεις του βιβλίου να τις μετατρέψει σε πράξεις. Στο βιβλίο μπορείς να γράφεις πως «Ο Γιώργος σκέφτεται τη Μαρία», στο σινεμά όμως αυτό πρέπει να το δείξεις. Αν απλώς το γράψεις έτσι και στο σενάριο, τότε έχεις απορριφθεί!

Ένα άλλο μυστικό της σεναριακής διασκευής, που ακούγεται ως «αιρετικό» από τους μη γνωρίζοντες, είναι το  ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΤΥΧΕΙ ΜΙΑ ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΟΣΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ, να ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΤΕΙ δηλαδή από το πρωτότυπο. Υπάρχει και υποκατηγορία «μυστικού» εδώ πως από το βιβλίο καλό είναι να κρατάς περί το 20-30 ο/ο. Μέσα σε αυτά είναι ο κεντρικός ήρωας, κάποιες φράσεις σημείο αναφοράς και τρεις τέσσερις χαρακτηριστικές σκηνές. Κι όλο το υπόλοιπο, μαζί με αυτά που κράτησες, να το ξαναγράφεις από την αρχή. Τότε μόνο αρχίζει κι αυτονομείται το έργο σε κάτι δικό του. Και βέβαια καλό είναι να ξέρεις, είτε είσαι σκηνοθέτης που το παραγγέλνεις σε σεναριογράφους είτε είσαι διασκευαστής ο ίδιος, ποιος είναι ακριβώς ο στόχος σου στη μεταφορά ενός μυθιστορήματος.

Δεν θα σας κουράσω με επιπλέον «σεμιναριακά»  αλλά πιστεύω ότι καλό είναι να εκπαιδεύουμε και το κοινό πάνω σε κάποιους κανόνες ώστε με τη σειρά του να καλλιεργείται, να κατανοεί και να αφήνεται στη μαγεία του έργου εγκαταλείποντας όσο είναι δυνατόν ανθρωπίνως τις εντυπώσεις που του είχε αφήσει το βιβλίο τότε που ήταν ακόμα ανάγνωσμα.

Από αυτή την άποψη το «ΜΟΝΟΣ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ» είναι μια αποτελεσματική διασκευή-μεταφορά στην οθόνη και σας το λέει κάποιος που είναι κι αυτός αναγνώστης και θεατής στη ζωή του, όπως κι εσείς, με όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες αλλά ως κάτοχος της πληροφορίας δίνει τη μάχη του. Κλότσησα αρχικά με το trailer κι ειδικότερα με τον ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΓΚΛΗΖΟΝ διότι μόνο αυτόν δεν φανταζόμουν , όταν διάβαζα το μυθιστόρημα, για το ρόλο του Γερμανού πατέρα που χάνει το γιό του στο Μέτωπο, στη διάρκεια του Πολέμου, κι αποφασίζει να ξεκινήσει ατομική επανάσταση ενάντια στον Χίτλερ και στο καθεστώς του, μοιράζοντας κάρτες με αντικαθεστωτικά συνθήματα σε διάφορα σημεία του Βερολίνου κι ενώ ο πόλεμος μαίνεται. Δεν είχα κάποιον συγκεκριμένο ηθοποιό στο μυαλό μου , αλλά «χαλάστηκα» με το trailerεπειδή ξαφνιάστηκα με την επιλογή τους για το ρόλο. Για να δείτε, πως την «πατάω» κι εγώ.

Τελικά, μετά από καθυστέρηση πήγα και την είδα και την ΑΠΟΛΑΥΣΑ! Κι έπεσα και σε σινεμά χωρίς διάλειμμα κι όμως…. Με πήγε σαίτα, όπως με είχε πάει κι ως ανάγνωσμα.

Ο σκηνοθέτης κι οι διασκευαστές κράτησαν ως βάση το σασπένς του βιβλίου κι αυτό λειτούργησε ως φάρος για τη διασκευή τους. Το σασπένς κι ο ρυθμός του βιβλίου είναι τα στοιχεία  πάνω στα οποία δούλεψαν τη μετατροπή, μετέτρεψαν σε πράξεις τις σκέψεις κι αν σας πω ότι προς στιγμήν είχα «ξεχάσει» την υπόθεση στο μυθιστόρημα πως θα σας φανεί; Φυσικά και τη θυμήθηκα διότι τα αναγνωρίσιμα στοιχεία τα είχε κρατήσει. Όμως είχε κάνει μια δική του ανατροπή στο φινάλε που του έδινε ένα απόλυτα κινηματογραφικό τόνο, ήταν εντελώς μέσα στο πνεύμα του συνολικού έργου κι ήταν και μεγαλειώδης σεναριακά σκηνή που σκηνοθετήθηκε ανάλογα από τον ΒΕΝΣΑΝ ΠΕΡΕΖ. Ναι, τον ηθοποιό. Ο οποίος δεν έχει έρθει από τα «Ιερατεία» με περγαμηνές auteur, όπως ας πούμε έχει συμβεί με τον μετριότατο σε όλα τα επίπεδα αλλά «προωθούμενο» από τα Φεστιβαλικά Ιερατεία Ματιέ Αμαλρίκ, οπότε, αν δεν γνωρίζεις τι σημαίνει σεναριακή διασκευή και θες να κάνεις και τον κριτικό, θα καταφύγεις στη θεωρία του auteur (που είναι και το μόνο το οποίο γνωρίζουν οι περισσότεροι), ο Περέζ δεν εντάσσεται διότι δεν έχει σταλεί σήμα, άρα θα τον στολίσεις με αφορισμούς γενικοτήτων και θα κλείσεις με τη «μεγάλη» κουβέντα της ασχετοσύνης (που τη νομίζεις και γνώση) «καμία σχέση με το βιβλίο». Χωρίς να ξέρεις ότι το τελευταίο είναι ΤΙΜΗ για μια διασκευή. Κι ότι ταινία και βιβλίο δεν συγκρίνονται καθότι ανόμοια πράγματα – αλλά ας μην τα ξαναλέμε….

Ο Βενσάν Περέζ ως σκηνοθέτης της αποτελεσματικής διασκευής έχει στραφεί στη δημιουργία κλίματος με εξαιρετικά αποτελέσματα από τους συνεργάτες σε σκηνογραφική διεύθυνση, φωτογραφία, αλλά και κοστούμια, έχει πετύχει τον ρυθμό με τον τρόπο που ανέφερα πιο πάνω, εκεί που το γύρισα λίγο σε σεμινάριο, στη μουσική αναγνώρισα αμέσως τον ήχο ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΝΤΕΣΠΛΑ (το είδα μετά το «Φως ανάμεσα στους ωκεανούς») και ισχυροποίησα μέσα μου ότι είναι μοναδικός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής «παλαιού» τύπου και βέβαια με τους ηθοποιούς όπου ως ηθοποιός ο ίδιος, έστω και μέτριος (άλλο όμως το ένα κι άλλο το άλλο) ολοκλήρωσε το κλίμα κι έβγαλε τους ανθρώπους μπροστά. Και φυσικά ο ΜΠΡΕΝΤΑΝ ΓΚΛΗΖΟΝ, που μου είχε «κακοφανεί» στο trailer έβγαινε άψογος διότι ήταν απόλυτα συντονισμένος με το κλίμα της ταινίας κι ακολουθούσε ανάλογους ερμηνευτικούς τόνους εναρμονισμένος στην εντέλεια με το περιβάλλον. Η ΕΜΜΑ ΤΟΜΣΟΝ ήταν αριστούργημα κι έκαναν πολύ ωραία το συγκεκριμένο ζευγάρι μεσηλίκων με τον Γκλήζον, ήταν στα πολύ καλά της η Τόμσον αλλά παρόμοια καλά θα έλεγα και για τον ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΡΥΛ που με τον τρόπο ερμηνείας του, ο οποίος έχει πολύ να κάνει με τη σκηνοθεσία, δεν ήξερες μέχρι το τέλος αν είναι συμπαθητικός χαρακτήρας ή παλιάνθρωπος, αν είναι φασίστας ως το μεδούλι ή απλώς άτομο του καθήκοντος, αν υπομένει ή αποδέχεται. Κι η τελική σκηνή, το επαναλαμβάνω, αληθινό εύρημα διαμαντένιο, χώρια ότι αφήνει στο θεατή τις καλύτερες εντυπώσεις αποδεικνύεται σκηνή για να ολοκληρώσει τη σύνθετη ψυχολογία του χαρακτήρα που ερμηνεύει ο Μπρυλ. Κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί, όλο το cast, άλλος με τη φάτσα του, άλλος με την ιδιαίτερη σκηνή του, πετυχαίνουν θαυμαστά αποτελέσματα.

Και με τον τρόπο που υιοθέτησαν για τη διασκευή ,πέρασαν και μήνυμα στο κοινό, το μήνυμα του αρχικού έργου.

Δεν είναι μεγάλη ταινία, μια ταινία σασπένς είναι στη βάση της αλλά είναι όμορφη ταινία, αποτελεσματική κι ουσιαστική. Τελικά, όπως και το βιβλίο (χαχαχα) όπου το καθένα συναρπάζει με εντελώς δικό του, διαφορετικό τρόπο.

 

 

 

«18 ΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΥΒΑ»: 7- Η ΣΑΝΤΑ ΚΛΑΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΤΣΕ.

$
0
0

….κι από πίσω ο ΦΙΝΤΕΛ.

 

Το άρθρο αυτό δεν θα εμφανιζόταν τώρα  ως Νο 7 έτσι όπως αρχικά τα προγραμμάτιζα αλλά ήρθε ο θάνατος του Κουβανού ηγέτη και διακόπτω προσωρινά την νυχτερινή κι ημερήσια ξενάγηση στην Αβάνα και στα στέκια της και  πετάγομαι ως την Σάντα Κλάρα. Σε εκείνα που άφησα ανολοκλήρωτα θα επανέλθω σύντομα- εννοείται!

Όμως το Μνημείο (θέλετε και Μουσείο;) του Τσε στην Σάντα Κλάρα αντικατοπτρίζει και τον μεγάλο ηγέτη μεγέθους Φιντέλ Κάστρο και θα τα πω πιο κάτω για αυτόν με αφορμή το συγκεκριμένο Μνημείο και τις σκέψεις που μου γέννησε για αυτόν, το ίδιο το δέος του Μνημείου. Κι όπως είχα πει σε προηγούμενο δημοσίευμα έπαθα σοκ όταν είδα πως μπροστά σε αυτό, το ίδιο το Μουσείο της Επανάστασης στην Αβάνα  ωχριούσε. Και μιλώ για το Μουσείο της Επανάστασης που είναι η βιτρίνα της Ιστορίας της Κούβας. Και λέω «βιτρίνα» επειδή βρίσκεται στην πρωτεύουσα.

Στη Σάντα Κλάρα πήγα αφού είχε τελειώσει η πολυήμερη περιήγηση στην Αβάνα, αφού είχα επισκεφτεί τα προάστια και το σπίτι του Χεμινγουέι αλλά κι εκτός περιφέρειας το ψαροχώρι του, για τα οποία έπονται δημοσιεύσεις. Είχα πάει και στο Τρίνινταντ, έμεινα λίγες μέρες, μετακινήθηκα προς Σαντιάγκο που έχει κι αυτό πολλά να πεί και κατέληξα στο Σιένφουέγκος που βρίσκεται κοντά στην Σάντα Κλάρα.

Στην Σάντα Κλάρα ήθελα να πάω για την Ιστορία της, για να επισκεφτώ το Μνημείο του Τσε για το οποίο τόσα είχα ακούσει και διαβάσει κι είχα πλέον κεραυνοκτυπηθεί κι από την τρίτη προσωπικότητα της Επανάστασης, τον ΚΑΜΙΛΟ ΣΙΕΝΦΟΥΕΓΚΟΣ, για τον οποίο έμαθα τα πολλά στο Μουσείο της Επανάστασης στην Αβάνα κι ήθελα να δω τα μέρη. Επειδή εκεί, οι δύο σύντροφοι, ο Τσε κι ο Καμίλο, έδρασαν από κοινού, ο ένας στάθηκε στα δυτικά ο άλλος πιο βόρεια- η Σάντα Κλάρα ήταν στη γεωγραφική επικράτεια του Τσε, ο Καμίλο επιτέθηκε στο Γιαγουαχάι κι επικράτησε. Κι ήταν η σειρά της Σάντα Κλάρα όπου η μάχη που δόθηκε εκεί, τόσο στην επικράτεια του Καμίλο όσο και του Τσε που είναι οι δύο πόλοι της ίδιας υπόθεσης, υπήρξε καθοριστική για την έκβαση της Επανάστασης και την επικράτηση της.

Η Σάντα Κλάρα βρίσκεται στο κέντρο του νησιού, Βίγια Κλάρα λέγεται η ευρύτερη περιοχή (εννοείται πως από όπου περνώ συναντώ σχολεία , Πανεπιστήμια και πολυκλινικές- κι εδώ! Κι όχι μία και δύο…) και για την «ειρωνεία» του πράγματος (την…κωμική ειρωνεία, δεν είναι καθαρή ειρωνεία)  στα βόρεια της Σάντα Κλάρα βρίσκεται η μία από τις δύο μεγαλύτερες τουριστικές περιοχές της Κούβας, η Σάντα Μαρία που είναι και το ένα από τα δύο, όλα κι όλα, διόδια της χώρας καθότι, μαζί με το Βαραδέρο, όπου βρίσκεται το έτερο των διοδίων, είναι οι δύο περιοχές για τους τουρίστες κι αυτοί πληρώνουν τα διόδια)….)

Οπότε, μπορεί να καταλάβει κανείς, όταν δει το χάρτη της Κούβας τι καθοριστικής σημασίας ήταν η μάχη εκείνη. Στις 29 Δεκεμβρίου 1958 ξεκίνησε η επιχείρηση, στις 31 Δεκεμβρίου όλα είχαν κριθεί. Ο Τσε με τις δυνάμεις του, με τα ανταρτόπαιδα του κατατρόπωσε αρχικά τις δυνάμεις του δικτάτορα  Μπατίστα στο Φομέντο και στη συνέχεια με μπουλντόζα κατέστρεψε, αυτός κι οι σύντροφοι του, τη σιδηροδρομική γραμμή, με αποτέλεσμα να εκτροχιαστεί το τραίνο που μετέφερε πολεμοφόδια και στρατό, να γίνει μάχη κινηματογραφικών διαστάσεων κι οι ηττημένοι του Μπατίστα να παραδοθούν στους αντάρτες άνευ όρων.

Το νησί πλέον είχε κοπεί στα δύο κι ήταν υπό τον έλεγχο των ανταρτών. Σε μερικές ώρες θα έμπαιναν στην Αβάνα και 12 ώρες μετά την παράδοση του στρατού του, ο Μπατίστα θα την κοπάναγε για τον Αγιο Δομίνικο..

Σε αυτό το ιστορικο- γεωγραφικό πλαίσιο ήθελα να βρεθώ κι αυτό που είδα με ξεπέρασε. Διότι αυτό που ακολούθησε θα μπορούσε να είναι πιο συγκλονιστικό, ότι δηλαδή σε μια περιοχή, κάπου 4 χιλιόμετρα από το Μνημείο του Τσε , φυλάσσονται, υπό τύπον υπαίθριου Μουσείου , τα βαγόνια του τραίνου εκείνου του Δεκέμβρη του ’58, που εκτροχιάστηκε από τις γραμμές τις οποίες είχε καταστρέψει ο Τσε- διασώζονται τρία βαγόνια. Και τα έχουν, όπως τα άφησαν οι Επαναστάτες.!!! Σε ένα εξ αυτών, υπάρχει κι η χλαίνη του Τσε από τη μάχη καθώς και οι μπότες του. Είναι συγκλονιστικό!

Όμως, δεν μου είπε τόσα πολλά διότι είχε προηγηθεί η επίσκεψη στο Μνημείο.

Και τέτοιο μνημείο περί πεσόντων και κυρίως περί ενός προσώπου ίσως να μην έχω δει πουθενά, ούτε καν στη Μόσχα, παρόλο ότι εκεί το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη με τη φλόγα που βγαίνει από τη γη, μου επιβάλει και μου υποβάλει σιωπή!

Το Μνημείο του Τσε είναι σε μια απέραντη, καλοφυτευμένη, περιποιημένη και πεντακάθαρη έκταση σε ένα χώρο που έχει διαμορφωθεί να μοιάζει με Πλατεία διότι εκεί γίνονται συχνά πυκνά εκδηλώσεις , καθώς και συναυλίες. Το άγαλμα του παλικαριού είναι θεόρατο, το κοιτάς από κάτω  κι… αυχενικά (να το πω έτσι) δυσκολεύεσαι έτσι ψηλά που στέκει. Στην άλλη μεριά, υπάρχει το κενοτάφιο. Με τα ονόματα ΟΛΩΝ των συντρόφων που έπεσαν στη Μάχη της Σάντα Κλάρα. Πολλοί από τους τάφους όπως είπα είναι απλώς κενοτάφια. Η μάχη ήταν φονική και διαμελίστηκαν κορμιά. Κορμάκια.. Είναι η πιο σωστή λέξη. Διότι στα ονόματα και στις ηλικίες που αναγράφονται στους Σταυρούς, οι ηλικίες παίζουν ανάμεσα στα 18 και τα 20. Παιδιά! Παιδαρέλια! Εξεγερμένες ψυχές! Μιλάμε για τεράστια έκταση. Και στη μέση της έκτασης αυτής ,η ΦΛΟΓΑ, που «αναδύεται» κι αυτή μέσα από τη γη, όπως στη Μόσχα, και δεν σβήνει ποτέ της.

Κι αφού προσκυνάμε τους τάφους, με τα πόδια λίγο …κομμένα αλλά και με ανάταση (δεν γίνεται να πας σε τέτοια μέρη και να μην αισθανθείς κάτι- και «κινηματογραφικά» να το δεις, πάλι σε πιάνει δέος) ερχόμαστε στο ίδιο το Μουσείο. Δεν επιτρέπεται να έχεις πάνω σου Τ-Ι-Π-Ο-Τ-Α. Ούτε τσάντα ούτε πορτοφόλι ούτε κινητό ούτε κάμερα ούτε μπουκάλι με νερό ώστε… τίποτα, τίποτα. Τα πράγματα σου, τα αφήνεις σε μια αρκετούτσικη απόσταση (κ είχε και μια ζέστη εκείνη τη μέρα που δεν μπορώ να την περιγράψω, με τον ήλιο  στο πιο «highnoon» του, να σε ψήνει από τα μεσούρανα) σε μια reception, ασφαλέστατα, όπως και σχεδόν το κάθε τι στην Κούβα (ναι!), κι επιστρέφεις για να μπεις στο Μουσείο. Εχει δύο εισόδους για ισάριθμες και διαφορετικές αίθουσες. Η δεύτερη, περιλαμβάνει όλα τα προσωπικά αντικείμενα του Τσέ, από ολόκληρη τη δράση του, τις πιο απίθανες λεπτομέρειες όπως ο σχολικός έλεγχος του ,μέχρι και τις δύο βελόνες για την ινσουλίνη επειδή ήταν διαβητικός κι ειδικά στα τελευταία χρόνια η κατάσταση του είχε επιδεινωθεί, φαίνεται κι από τις φωτογραφίες όπου εκεί κατά το 1965, είναι ελαφρώς «πρησμένος». Ολη του η δράση, η οργάνωση κινημάτων, οι λόγοι του, τα πάντα του….

Η πρώτη όμως αίθουσα είναι ο συγκλονισμός. Με ειδικά ψυκτικά μηχανήματα συντηρείται ο χώρος και τι είναι ο χώρος; Το οστεοφυλάκιο. Του Τσέ και των ΒΟΛΙΒΙΑΝΩΝ συντρόφων, που τους εκτέλεσαν μαζί στη Βολιβία το 1967 και μόλις το 1997 επεστράφησαν τα οστά στην Κούβα. Και ζητήθηκαν και τα οστά των συντρόφων. Κι υπάρχουν εκεί μέσα, με τα ονόματα ενός προς έναν , τα οστεοφυλάκια τα δικά τους να πλαισιώνουν το οστεοφυλάκιο του Τσε. Και στο βάθος, σε αναπαράσταση, η βολιβιανή ζούγκλα, εκεί που έδρασε ο Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα» με τα συντρόφια, στην εξαγωγή της Επανάστασης.

Τα οστά παρελήφθησαν επισήμως από το κουβανικό κράτος και τον ίδιο τον Φιντέλ προσωπικώς ο οποίος διέταξε τη δημιουργία Μουσείου και Μνημείου ώστε να μεταφερθούν εκεί, να φυλάσσονται εκεί ως υποθήκη της Ιστορίας.

Και να είναι ένα Μνημείο-Μουσείο που όμοιο του να μην υπάρχει.

Για τον Τσε όλο αυτό. Όχι για το Μουσείο της Επανάστασης στην Αβάνα, που όπως περιέγραψα στο άρθρο που είχα γράψει ειδικώς για εκείνο το Μουσείο , ήταν λιτό, απέριττο.

Εδώ έφτιαξε ένα επιβλητικό Μουσείο. Για έναν άνθρωπο. Όχι για τον εαυτό του. Για έναν άνθρωπο που συμβολίζει «ΚΑΤΙ», μια ιδέα, μια Επανάσταση, ένα διαρκή αγώνα, για ένα άνθρωπο με τον οποίο αγωνίστηκαν μαζί, διαφώνησαν μαζί και που στο κάτω κάτω τα μικρά δικά μας συμβατικά μυαλά θα φαντάζονταν ανταγωνισμούς τύπου Χόλυγουντ και  «σιγά μην τον προβάλλω», σκέψεις ταπεινές, χαμηλές, μικρόκαρδες.

Ο Φιντέλ έφτιαξε Μουσείο για τον Τσε, αποκλειστικά για τον Τσε, αυτόν διάλεξε να προβάλει για να υπενθυμίζεται το ζωντανό πνεύμα της Επανάστασης.

Αυτό είναι αρκετό για να δείξει χαρακτήρα ΗΓΕΤΗ, αληθινού ηγέτη, που γνωρίζει πως περισσότερο κι από την προβολή του εαυτού του, μετράει η προβολή της Ιδέας.

Αυτό πήρα μαζί μου φεύγοντας, αυτό συνέχισε να με απασχολεί κι όταν επισκέφτηκα τα ερείπια του τραίνου της Επανάστασης: Την έννοια ΗΓΕΤΗΣ.  

 

 

Viewing all 1631 articles
Browse latest View live